ΠΑΡΘΕΝΑ ΜΠΑΛΤΟΥΒΑΝΟΥ-
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ
Η γιαγιά Παρθένα
είναι 99 χρονών και ζει μαζί με τον γιο της στο Μακροχώρι.
Πολύ Δύσκολα θα καταλάβει κανείς ότι πλησιάζει τα εκατό διότι είναι αεικίνητη,
υγιέστατη και …. μη την ματιάσουμε
μοιάζει να είναι 85 χρονών.
<< Εγώ κύριε Γιώργο γεννήθηκα το 1912 δεκαεπτά μέρες πριν τα Χριστούγεννα στο
Σούμπατακ του Ατάπαζαρ. Οι παππούδες μου εγκαταστάθηκαν στο Σούμπατακ γύρω στο 1870, προερχόμενοι από το χωριό Λύσιτσα της Ορντού.
Στο χωριό μας κατοικούσαν
εβδομήντα οικογένειες οι οποίες
κατάγονταν από τις περιοχές της Ορντού, της Νικόπολης και του Γαράσαρη. Οι γονείς μας
ασχολούνταν με την γεωργία, κτηνοτροφία και την παραγωγή
φουντουκιών.
Τα χωράφια μας έφθαναν μέχρι τον Σαγγάριο ποταμό, που απείχε
3,5 χιλιόμετρα από το χωριό. Για να περάσουμε τον ποταμό, επειδή δεν υπήρχε
γέφυρα χρησιμοποιούσαμε το σαντάλ που το σπρώχναμε με μεγάλα κοντάρια.
Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Παύλο και η καμπάνα
της είχε παραγγελθεί από την Ρωσία. Όταν χτυπούσε την άκουγαν όλα τα γύρω
χωριά.
Είχαμε δημοτικό εξατάξιο σχολείο το οποίο είχε πολύ λίγους
μαθητές, διότι όλοι προτιμούσαμε να βοηθάμε τους γονείς μας στις δουλειές του σπιτιού ή στις γεωργικές
τους ασχολίες. Οι λίγοι μαθητές που παρακολουθούσαν μαθήματα διδάσκονταν Ανάγνωση,
Γραμματική, Ιερά Ιστορία και ψαλτική. Τα τελευταία χρόνια
άρχισαν να έρχονται πολύ άσχημα νέα στο χωριό.
Οι Τσέτες έμπαιναν στα Ελληνικά χωριά και τα λεηλατούσαν.
Ακούσαμε ότι ξεγέλασαν πολλούς κατοίκους
του Κεστανέ Πινάρ και με την δικαιολογία ότι θα τους πάνε για αναγκαστική εργασία, τους οδήγησαν στην
παραλία του Τούρκικου χωριού Κοτσάαλι
και τους σκότωσαν.
Πανικός έπιασε όλους τους Έλληνες οι οποίοι άδειασαν τα χωριά
τους και κατέφυγαν στα βουνά. Έτσι και εγώ με τους
γονείς μου μείναμε πολύ καιρό πάνω στο
βουνό για να αποφύγουμε τους Τσέτες.
Μετά λίγο καιρό περάσαμε τον Σαγγάριο και καταφύγαμε στην Νικομήδεια όπου μέναμε σε καταυλισμούς.
Παντού ήταν βρωμιά και
δυστυχία. Πολλοί άνθρωποι μη αντέχοντας την ταλαιπωρία και την ασιτία
πέθαιναν και τους έθαβαν γρήγορα- γρήγορα για να μη συμβεί κανένα άλλο
μεγάλο κακό.
Εγώ είχα κολλήσει ψείρες και η γιαγιά μου έβαζε πετρέλαιο για να ψοφήσουν. Μια μέρα
σηκώθηκα από τον ύπνο και είδα με φρίκη
ότι μου είχαν πέσει όλα τα μαλλιά. Το πετρέλαιο τα είχε κάψει .
Σε λίγες μέρες
πέθανε η πολυαγαπημένη μου γιαγιά και το σοκ για μένα ήταν μεγάλο. Όταν πηγαίναμε να την θάψουμε
έκλαιγα ασταμάτητα.
<< Φέρτε την να
την βάλουμε και αυτήν στον τάφο να την παραχώσουμε ,γιατί όλο κλαίει >>
με απείλησε ο παπάς .
Για τον χαμό της γιαγιάς
στεναχωρήθηκα πάρα πολύ. Μετά λίγες μέρες φύγαμε για την Ελλάδα με πρώτο προορισμό την Μυτιλήνη. Μας πήγαν πάνω σε μουλάρια σε ένα όμορφο χωριό τον Χάλικα όπου μείναμε για αρκετό χρονικό
διάστημα. Αργότερα μας πήραν και μας πήγαν στην Θεσσαλονίκη, όπου κατοικούσαμε
μέσα σε στρατιωτικά τόλ. Εκεί δεν περνούσαμε
πολύ καλά και θυμάμαι ότι είχαμε προβλήματα με τα μάτια μας.
Μια μέρα ήρθε ο παππούς μου και μας ανήγγειλε ότι θα φύγουμε
και θα πάμε να μείνουμε σε ένα χωριό του Λαγκαδά όπου πήγαν και πολλοί άλλοι
συμπατριώτες μας. Η μάνα μου προσπάθησε
να τον μεταπείσει αλλά στο τέλος αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει. Πήγαμε στο Κυβέλτσε το σημερινό Φιλαδέλφειο. Πιο βρώμικο
χωριό δεν ξαναείδα. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι λάσπες, τα σπίτια απεριποίητα και οι
αυλές βρωμούσαν κοπριά.
Στο χωριό έμεναν Τούρκοι οι οποίοι μας υποδέχθηκαν με πολύ αγάπη. Ήταν πάρα πολύ
καλοί άνθρωποι και μας βοηθούσαν να ξεπεράσουμε τα προβλήματά μας.
Κοντά τους έμαθα να
μιλώ και να τραγουδώ Τούρκικα τραγούδια. Στο Κυβέλτσε ήρθαν πάρα πολλές
οικογένειες από το Σούμπατακ.
Στρωθήκαμε όλοι στην δουλειά και το κάναμε να λάμπει. Οι
Τούρκοι απορούσαν και θαύμαζαν τους
χριστιανούς που έφεραν καθαριότητα και ομορφιά στο χωριό τους. Εκκλησία δεν υπήρχε παρά μόνο ένα τζαμί. Κάθε Κυριακή ο ιμάμης παραχωρούσε το τζαμί
στον ιερέα μας, παίρναμε μαζί μας και εικόνες, κάναμε την Θεία Λειτουργία και
μετά όταν τελειώναμε έρχονταν και προσεύχονταν οι Τούρκοι.
Καλοί άνθρωποι, στεναχωρηθήκαμε πολύ όταν το 1924 με την Ανταλλαγή, αναγκάστηκαν να
φύγουν.
Τα χρόνια περνούσαν, μεγάλωσα και εγώ και γνώρισα ένα
χωροφύλακα από την Ήπειρο τον Μπαλτουβάνο. Παντρευτήκαμε, και το 1931
μετακομίσαμε στην Νέα Νικομήδεια. Το 1957 έχασα τον άνδρα μου και σήμερα μένω μαζί με τα παιδιά
μου στο Μακροχώρι. Δόξα τον πανάγαθο που είμαι πολύ καλά στην υγεία μου,
στέκομαι στα πόδια μου και δεν βασανίζω τα παιδιά μου.
Ευχαρίστησα την γιαγιά Παρθένα και έφυγα αφού της φίλησα το
χέρι παίρνοντας την ευχή της … να φθάσω τα χρόνια της.
Μπαλτουβάνου - Γαβριηλίδου Παρθένα
Σούμπατακ Ατάπαζαρ
No comments:
Post a Comment