Κurumese-Κουρούμεσε


Κουρού Μεσέ
1. Ανθρωπογεωγραφία

Το χωριό βρισκόταν κοντά στην ανατολική όχθη του ποταμού Σαγγάριου (Sakarya), 16 χλμ. νότια-νοτιοδυτικά του Ιντζιρλί και 15 χλμ. νότια της ακτής του Εύξεινου Πόντου. Η τουρκική ονομασία του οικισμού ήταν κοινή στο ελληνορθόδοξο και στο μουσουλμανικό στοιχείο και σημαίνει «ξερή βελανιδιά» (
kuru = ξερή, meşe = βελανιδιά, δρυς). Αυτό είναι και σήμερα το όνομα του χωριού (Kurumeşe).
Το χωριό κατοικούνταν από 40-45 οικογένειες που μετακινήθηκαν στην επαρχία του Αντάπαζαρ από την περιοχή του Πόντου λόγω της λειτουργίας των μεταλλείων του Καρασού στη δεκαετία του 1880.1 Η γλώσσα που μιλούσαν ήταν η ποντιακή διάλεκτος, με σαφείς επιρροές όμως από τη γλώσσα των ελληνορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης.2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – θρησκεία – εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το Κουρού Μεσέ υπαγόταν στο καϊμακαμλίκι του Αντάπαζαρ του μουτεσαριφλικιού της Νικομήδειας.2 Το χωριό διοικούνταν από ένα μουχτάρη συνεπικουρούμενο από 3 ή 4 συμβούλους (αζάδες, âza).

Εκκλησιαστικά ο οικισμός ανήκε στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Νικομήδειας
Το χωριό διέθετε μία εκκλησία και ένα σχολείο. Δίπλα ακριβώς σε αυτό υπήρχαν κατάλοιπα παλιάς βυζαντινής εκκλησίας, την οποία οι κάτοικοι σκόπευαν, πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, να αναστηλώσουν.

3. Οικονομία

Οι κάτοικοι ασχολούνταν το καλοκαίρι με τη γεωργία και το χειμώνα με την υλοτομία. Τα προϊόντα τα οποία παρήγαν ήταν σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια, καρύδια και μετάξι. Επίσης, ορισμένοι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Οι εμπορικές συναλλαγές του οικισμού διεξάγονταν κυρίως με το Αντάπαζαρ και κατά δεύτερο λόγο με τα διπλανά χωριά Σινάνογλου, Σούμπατακ και Γιασίγκετσιτ.

4. Έξοδος

Οικογένειες από το Κουρού Μεσέ μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκαν στη Δραγομάνιτσα Εδέσσης, στην Κοζάνη κ.α.




1. Για τη μετανάστευση Ποντίων στη βορειοδυτική Μικρά Ασία βλ. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 221-223.
2. Το μουτεσαριφλίκι της Νικομήδειας ήταν ανεξάρτητο και δεν υπαγόταν σε κάποια ευρύτερη διοικητική περιφέρεια (βαλελίκι, valilik) αλλά απευθείας στο Υπουργείο των Εσωτερικών.




ΠΑΥΛΙΔΗΣ  ΣΤΑΥΡΟΣ

 Ο παππούς ο Σταύρος ζει στον Σταυρό Ημαθίας. Η ταυτότητά του αναφέρει ότι γεννήθηκε το 1917, αλλά ο ίδιος λέει ότι είναι λάθος. Πατέραμ έτονε ο Παυλίδης ο Σάββας και μάναμ η Πασχαλίδου η Σοφία.
- Εγώ όταν έρθαμε ασην πατρίδα  έμνε  έξι χρονών, άρα σήμερα είμαι 95 χρονών. Το χωριό μου έτονε η Κουρούμεσε από τα 14 χωριά του Ατάπαζαρ, μικρό και    κτισμένο απάν σα  ορμάνε. Πενήντα οικογένειας απάν- αφκά  και σην εκκλησία μας είχαμε τον Αι Γιώργη.
Φτωχοί έμνες, δεν είχαμε πολλές δουλειές. Βόσκαμε  χαιβάνε και σπέρναμε λαζούδε. Μικρός πήγαινα στο χωράφι με τον πατέρα μου και εμακέλιζαμε το λαζούδ.
Οι πλούσιοι του χωριού καλλιεργούσαν  λευκουτάρε. Οι δρόμοι του ήταν γεμάτοι λάσπες  και χαλίκια.  Τρέχαμε  στα ορμάνια ξυπόλητοι  και όταν γυρίζαμε πίσω στο σπίτι , τα πόδια μας ήταν γεμάτα λάσπες και αίματα.
Σχολείο είχαμε αλλά   κανείς δεν πήγαινε. Πήγα και εγώ λίγο καιρό, μάλωσα με τον δέσκαλο και έφυγα. Λιθάρ έλεε ο δέσκαλος , Νιθάρ έλεγα εγώ. Έφαγα πολύ ξύλο από τον δάσκαλο που νόμιζε ότι το κορόιδευα και δεν ξαναπάτησα το πόδι μου στο σχολείο.
Έκιτι μελμεκέτ Κουρούμεσε. Πολλές φορές το βράδυ θυμούμε το χωρίομ, την μάναμ τον πατέραμ και κλαίω.  Επέμνα μοναχός.
 Πριν να εγκαταλείψουμε το χωριό ήρθε ένας φίλος Τσερκέζος του πατέρα μου από το  Λιμάντερε. Σάββα εσείς πρέπει να φύγετε γιατί θα σας σκοτώσουν οι Τσετάδες, αβούτο έτονε το κισμέτι σουνε.
-Να με δώσεις  τα χαιβάνες και αν  γυρίσετε πίσω θα στα επιστρέψω.
Πήρε τα χαιβάνε, έδωσε κάποια τρόφιμα στον  πατέρα μου για   να τρώμε σην στράτα,  μας φίλησε  και έφυγε. Τα χαμπάρια όμως ήταν άσχημα. Ακούσαμε ότι οι Τούρκοι στο κοντινό Κοτσάαλι σκότωσαν πάνω από 100 παλικάρια από  τα Ελληνικά χωριά. Ξεσηκώθηκε όλο το χωριό να φύγει. Ο καημένος ο πατέρας μου είχε 7 παιδιά και  εμένα  τον μικρότερο με κρατούσε στους ώμους του.
-Σόφια, είπε στην μάνα μου  ενεγκάστα, δεν μπορώ άλλο  ας αφήσουμε τον Σταύρο εδώ, κάποιος θα τον λυπηθεί και θα τον πάρει μαζί του.
Αν απομέν ο Σταύρος αδακά, θα μείνω και εγώ είπε η μάνα μου και έτσι την άλλη μέρα, όλοι μαζί περάσαμε τον Σαγγάριο και  φθάσαμε με τα πόδια, στην Νικομήδεια. Με το παπόρ πήγαμε στην Καλαμάτα. Παντού  φτώχεια και δυστυχία. Στην Καλαμάτα εκάθουμες σε ένα άδειο στρατόπεδο. Δεν είχαμε να φάμε, ζητιανεύαμε  και πηγαίναμε στις ταβέρνες της παραλίας. Εκεί οι ντόπιοι  μας πετούσαν κόκαλα από τα αποφάγια και γελούσαν που μας έβλεπαν να μαλώνουμε ποιος θα τα  αρπάξει.
Στην πόλη υπήρχε μια τεράστια λαχαναγορά. Πηγαίναμε  σηκώναμε τα νάιλον με τα οποία είχαν σκεπασμένα τα λαχανικά και κλέβαμε ότι μπορούσαμε. Μια μέρα με άρπαξε ένας Εβραίος που δεν είχε παιδιά και θέλησε να φύγει. Ευτυχώς όμως τον αντιλήφθηκαν τα αδέλφια μου  και τον ανάγκασαν να με αφήσει.
--Αχ τον άτιμο τον Εβραίο, κλαψούρισε ο καημένος ο παππούς, σοκαρισμένος με την σκέψη ότι θα τον έκλεβε ο Εβραίος.
Από εκεί με το τραίνο ήρθαμε στην Μακεδονία και για λίγο καιρό μείναμε στο Αμύνταιο. Από εκεί  φύγαμε και εγκατασταθήκαμε στον Άγιο Δημήτριο Κοζάνης. Θυμάμαι  τον κάμπο που ήταν γεμάτος αθέριστα σιτηρά και καλαμπόκια. Ζούσαν ακόμη Τούρκοι στο χωριό οι οποίοι μας φέρθηκαν πολύ καλά, μέχρι την στιγμή που αναγκάστηκαν να  αποχωρήσουν. Η μάνα μου πέθανε σε ηλικία 106 χρονών και την έκλαψα πολύ διότι χωρίς αυτήν δεν θα ήμουν τώρα εδώ.
Δουλέψαμε πολύ σκληρά στον Άι Δημήτρη. Το 1936 παντρεύτηκα την Τεντζογλίδου Βαρβάρα και το 1937 κατατάγηκα στον στρατό. Το 1966 κατεβήκαμε στον Σταυρό Ημαθίας  όπου  υπήρχαν πολλοί συγγενείς μας.
Πριν πολλά χρόνια πέθανε η  Βαρβάρα, και τώρα είμαι μόνος  με το κορίτσι μου  την Ελένη, τον γαμπρό και τα εγγόνια. Δεν έχω άλλον στον κόσμο, όλοι οι μεγάλοι πέθαναν. Κοίταξε την εικόνα  του Αγίου Λουκά που του είχα φέρει και γεμάτος φόβο μου είπε…
Γιορίκα πούλιμ , να λέσατονε  τον Άγιο να μην έρτε να πέρμε, θέλω να ζω κι άλλο πολλά.          ΜΑΚΑΡΙ ΠΑΠΠΟΥ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ


                  
                       Παυλίδης   Σταύρος
                        Κουρούμεσε Ατάπαζαρ

No comments:

Post a Comment