GUMUSHANE & KORONIXA (ARPALI KOYU) -ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ ΧΑΛΔΙΑΣ & ΚΟΡΟΝΙΞΑ ή ΚΟΡΟΞΕΝΑ


Καταγωγή των Αταπαζαρλήδων από την περιοχή της Χαλδίας (Αργυρούπολη) και συγκεκριμένα από την Κορόνιξα Αργυρούπολης το σημερινό Αρπαλί.

https://goo.gl/maps/JJRQ7rL3Nzx



Είναι χαρακτηριστικό επί του προκειμένου, ότι ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα η Αργυρούπολη, έχει τον πληθυσμό που προαναφέρεται, το 1905 έχει 4.000 κατοίκους ενώ το 1914 έχει 3.000, απ΄ τους οποίους 1.600 μόνο είναι Έλληνες, 500 Οθωμανοί και 180 Αρμένιοι.
 Το ζήτημα των μεταναστεύσεων από την περιοχή της Χαλδίας απασχόλησε για πολύ καιρό τον ποντιακό ελληνισμό, επειδή στους έντονους ρυθμούς φυγής των κατοίκων έβλεπε ορατό τον κίνδυνο της πλήρους αποδιάρθρωσής του. Δεν υπήρχε όμως δυνατότητα ανακοπής αυτής της μεγάλης ροής εξόδου των κατοίκων της Χαλδίας προς τον Καύκασο, το δυτικό Πόντο καθώς και τις μεταλλοφόρες περιοχές της Μικράς Ασίας. Ο συνεκτικός ιστός όμως των μεταλλουργών μεταναστών με τον τόπο προέλευσής τους ήταν το γεγονός ότι ανήκαν όλοι εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Χαλδίας, της οποίας ο Μητροπολίτης όριζε ένα επίτροπό του, για να χειρίζεται για λογαριασμό του από κοντά τα εκκλησιαστικά πράγματα της περιοχής.
Οι περιοχές της νέας εγκατάστασης βρισκόταν σε διάφορες κατευθύνσεις. Ένα μέρος κατοίκων των πολυάριθμων χωριών της Χαλδίας, κατά το 1828, ακολουθώντας τον αποχωρούντα ρωσικό στρατό, εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Τσάλκας, κοντά στην Τιφλίδα, όπου συγκρότησε μια ομάδα από 43 ελληνικά χωριά. Άλλοι εγκαταστάθηκαν σε διάφορες άλλες περιοχές του Καυκάσου κατά την ίδια εποχή είτε κατά τον κριμαϊκό πόλεμο ( 1856). Συνολικός αριθμός των μεταναστών προς τον Καύκασο:348.0009. Ένα άλλο τμήμα μεταναστών κινήθηκε νοτιοδυτικά και εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Άκ Νταγ Μαντέν, στο νομό Άγκυρας, μεταξύ Άγκυρας και Σεβάστειας, όπου ίδρυσε 30 ελληνικά χωριά.
 Άλλες εγκαταστάσεις ήταν τα Κιουμούς Μαντέν στο δυτικό Πόντο, στο νομό Ικονίου το Ντενέκ Μαντέν, το Μπερεκετλί Μαντέν και το Μπουγά Μαντέν Ταύρου).
 Να μη λησμονηθεί και η κάθοδος ενός σημαντικού αριθμού μεταναστών στον κάτω ρου του ποταμού της Χαλδίας Κάνη, προς τις παραθαλάσσιες περιοχές της Τρίπολης και του παράλιου αλλά και του μεσόγειου δυτικού Πόντου.
Οι κάτοικοι στους οποίους αναφέρεται ο συγγραφέας, προέρχονται από μεταλλουργούς της κωμόπολης Κορόνιξα ή Κορόξενα της Χαλδίας, κοντά στην Αργυρούπολη.
Η παρούσα μελέτη, διαθέτει τεράστιο σε όγκο πρωτογενές υλικό, στηριζόμενη κατά κύριο λόγο στις προφορικές παραδόσεις Ποντίων κατοίκων που γεννήθηκαν και έζησαν ένα μικρό ή μεγάλο μέρος της ζωής τους στην προαναφερομένη περιοχή. Η αξία της μελέτης στην έρευνα των ποντιακών κοινοτήτων και συνεπώς η συμβολή του συγγραφέα στον τομέα αυτό είναι προφανώς σημαντική.
Η παράθεση μοναδικών ντοκουμέντων αλλά και αμέτρητων παροιμιών και δοξασιών των κατοίκων, βοηθά τον ερευνητή να ανιχνεύσει με ασφάλεια τα ιδεολογικά στοιχεία που συνθέτουν τη ζωή τους, αλλά και τους μηχανισμούς παραγωγής τους.
Η καθαρότητα της περιγραφής καθημερινών περιστατικών μέσα από τη διήγησή τους, δείχνει μια μεγάλη αγάπη και νοσταλγία γι' αυτές τις πατρίδες. Η χρονική δε απόσταση από τα περιγραφόμενα γεγονότα τις εξιδανικεύει. Είναι δε φανερό από τις περιγραφές ότι οι άνθρωποι αυτοί που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ανατολή, δεν πίστεψαν ότι η έξοδός τους ήταν οριστική. Στο βάθος του μυαλού τους είχαν την πεποίθηση ότι κάποτε θα επιστρέψουν στο γενέθλιο τόπο. Γι αυτό το λόγο η οδύνη γινόταν μεγαλύτερη όταν, όσο περνούσε ο χρόνος, απομακρυνόταν όλο και περισσότερο αυτό το ενδεχόμενο. Αυτό μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό από εκείνους που είχαν στενούς συγγενείς αυτής της κατηγορίας.
Οι ποντιακές κοινότητες που βρισκόταν μακριά από τον ιστορικό Πόντο, όπως αυτή που περιγράφεται εδώ, διατήρησαν με πάθος ίσως μεγαλύτερο από άλλες περιπτώσεις, τα πολιτιστικά και ιδεολογικά στοιχεία που συνθέτουν τον ποντιακό ελληνισμό (γλώσσα, θρησκεία, συνείδηση καταγωγής, κλπ). Οι οι ιδέες και αξίες των Ποντίων μεταναστών διατηρήθηκαν ανόθευτες όχι μόνο στη νέα πατρίδα, αλλά και στην Ελλάδα, όπου χωρίς τη θέλησή τους βρέθηκαν. Και αυτό σίγουρα αξιολογείται ως ένα επί πλέον θετικό στοιχείο της μελέτης αυτής.

Απόσπασμα από εισήγηση του Α.Παυλίδη























































Μεταλλεία και Μεταλλουργοί της Χαλδίας
Author(s) : Καραχρήστος Ιωάννης (30/04/2002)
For citationΚαραχρήστος Ιωάννης, «Μεταλλεία και Μεταλλουργοί της Χαλδίας», 2002,
Encyclopaedia of the Hellenic World, Asia Minor
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5296>
Μεταλλεία και Μεταλλουργοί της Χαλδίας (04/04/2008 v.1) Mines and Miners of Chaldia - has not been published yet 
 
1. Εισαγωγή

Το έδαφος της Μικράς Ασίας είναι πλούσιο σε μέταλλα και ορυκτά, γεγονός που οδήγησε στην ίδρυση μεταλλείων πολύ νωρίς. Ιδιαίτερης σημασίας, ειδικά για την περιοχή του Πόντου, ήταν τα πλούσια κοιτάσματα αργυρούχου μολύβδου. Υπήρχαν επίσης μεταλλεία χαλκού, στυπτηρίας και λίγα μεταλλεία χρυσού. Τα περισσότερα όμως είχαν σύμμεικτα μεταλλεύματα με πιο συνηθισμένα αυτά που παρήγαν αργυρούχο μόλυβδο. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση μεταλλείων παρατηρήθηκε στην ορεινή περιοχή της Χαλδίας. Η πρωτεύουσά της, η Αργυρούπολη (Gümüşhane), εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο μεταλλουργίας. Στην πόλη και στα περίχωρα λειτουργούσαν στις αρχές του 18ου αιώνα 17 μεταλλεία.1 Σύμφωνα δε με άλλη πηγή, το 1722 μεταλλεία λειτουργούσαν και σε άλλες περιοχές του Πόντου, όπως στην Κρώμνη, στη Ματσούκα, στα Σούρμενα, στην Κερασούντα, στην Τρίπολη και στο Σεμπινκαραχισάρ, στη Σεβάστεια, και στην Παϊπούρτη αλλά και σε περιοχές εκτός Πόντου, όπως η Μεσοποταμία, το Ερζερούμ, η Τιφλίδα, το Καρς, το Βατούμκαι το Ικόνιο, ενώ τα μεταλλεία της Ανατολίας για τα οποία υπάρχουν στοιχεία ανέρχονταν σε 33.2 Τέλος, σύμφωνα με άλλη πηγή, τα πιο σημαντικά μεταλλεία στο έδαφος της Μικράς Ασίας κατά την περίοδο 1559-1785 ήταν αυτά στις περιοχές: Αργυρούπολη, Άργαναμαντέν, Μπιλετζίκ, Έσπιε, Κεμπάν, Ινεγκιόλ, Κιγί και Κιουρέ, Νιφ. Μεταλλεία νίτρου υπήρχαν στις περιοχές: Αχσέν-ντερέ, Άκνταγμαντεν, Μπιλετζίκ, Ερτζίς, Ιτς Ιλ, Καισάρεια, Καμένγκιραντ, Κιλισέχισαρ, Λαρέντε, ΜαλάτειαΝίγδη, Ρουντίκ, Βαν.3

2. Τα προνόμια

Τα μεταλλεία της Μικράς Ασίας, όπως άλλωστε και εκείνα των Βαλκανίων, τελούσαν υπό ιδιαίτερο φορολογικό καθεστώς. Σημαντικό μέρος, κάποτε και το σύνολο της παραγωγής τους, ανήκε στο κράτος, το οποίο είτε εκμεταλλευόταν τα εκάστοτε μεταλλεία απευθείας, μέσω ειδικών αξιωματούχων, των εποπτών των μεταλλείων (maden emini), είτε τα ενοικίαζε σε ιδιώτες με τη μέθοδο του ιλτιζάμ. Οι εργαζόμενοι στα μεταλλεία, μη μουσουλμάνοι στην πλειονότητά τους, ήταν απαλλαγμένοι από τακτικούς και έκτακτους φόρους. Υποχρεώνονταν μόνο να καταβάλλουν τον κεφαλικό φόρο (cizye). Ήταν επίσης απαλλαγμένοι από τη στρατολογία. Αντίστοιχα προνόμια ίσχυσαν και για τα γύρω χωριά, που ήταν επιφορτισμένα με την παροχή ξυλείας και κάρβουνου για τις ανάγκες των μεταλλείων, καθώς και για τους σιδεράδες, προφανώς επειδή έφτιαχναν τα απαραίτητα εργαλεία, αλλά και για όσους ήταν επιφορτισμένοι με την ασφάλεια των περιοχών (ντερμπεντζή). Στην Αργυρούπολη, στο Κεμπάν και στο Κεζά ιδρύθηκαν νομισματοκοπεία, ενώ κάποιες πόλεις, όπως οι Κιουρέ, Αργυρούπολη, Εσκί Μπιλετσίκ και Σεμπινκαραχισάρ, αναπτύχθηκαν αποκλειστικά γύρω από τα μεταλλεία.

Μεγάλη ανάπτυξη γνώρισαν τα μεταλλεία της Χαλδίας, κάτι που οδήγησε στη σταδιακή επέκταση των μεταλλουργικών δραστηριοτήτων και εκτός των γεωγραφικών ορίων της περιοχής. Τόσο τα προνόμια όσο και η μεγάλη ακμή των μεταλλείων έγιναν πόλος έλξης μεταναστών από τα παράλια του Πόντου. Ακολούθησε εντατική εκμετάλλευση των μεταλλείων και τα κέρδη από αυτή τη δραστηριότητα οδηγούνταν στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Η μειωμένη παραγωγή των μεταλλείων στα Βαλκάνια συνέβαλε στην αύξηση της σημασίας τους. Η σταδιακή παρακμή των μεταλλείων της Χαλδίας, κυρίως λόγω της εξάντλησης των αποθεμάτων τους, επήλθε το 19ο αιώνα. Σύμφωνα με μια άποψη, τα προνόμια των μεταλλουργών καταργήθηκαν τελικά με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ.4

3. Η διαδικασία παραγωγής

Η είσοδος των μεταλλείων βρισκόταν στις πλαγιές των βουνών ή προς την κορυφή τους. Το συνολικό δίκτυο των στοών στις οποίες γινόταν η εξόρυξη του μεταλλεύματος (μαγαράδες, mağara) εκτεινόταν κάποιες φορές σε μήκος αρκετών χιλιομέτρων. Κατασκευάζονταν από ειδικούς εργάτες, τους καματερούς. Οι περισσότεροι μαγαράδες επικοινωνούσαν μ’ έναν κεντρικό, όπου συγκεντρωνόταν το μετάλλευμα για να μεταφερθεί στην επιφάνεια της γης.

Προκειμένου να το ανεβάσουν από τις υπόγειες στοές οι εργάτες χρησιμοποιούσαν σάκους, χάλκινα σκεύη και χαλύβδινα σχοινιά ή σκοινιά από φυτική ύλη για να μη σαπίζουν. Στη συνέχεια, αφαιρούσαν τους μεγάλους λίθους και με τη χρήση σφυριού κονιορτοποιούσαν το μετάλλευμα, το οποίο, ακολούθως, πλενόταν σε ειδικές επιμήκεις σκάφες, ώστε να απομακρυνθούν τα άχρηστα υλικά, όπως χώματα και πέτρες που είχαν απομείνει. Όλα ήταν πλέον έτοιμα για την τήξη του μεταλλεύματος. Σε περίπτωση που τα μεταλλεία βρίσκονταν μακριά από τους μεταλλευτικούς φούρνους (καζάνια, φουρνία), το μετάλλευμα μεταφερόταν εκεί με ζώα. Οι μεταλλευτικοί φούρνοι έμοιαζαν με καμίνια παραγωγής ασβέστη. Στο κάτω μέρος είχαν μεγαλύτερο πλάτος και στένευαν προοδευτικά προς τα πάνω. Το εσωτερικό τους ήταν σκεπασμένο με πυρίμαχα υλικά. Ως καύσιμη ύλη χρησιμοποιούνταν ξύλα. Η ρευστή μάζα περνώντας από 12 σωλήνες κατέληγε σε 2 λάκκους, όπου ολοκληρωνόταν η διάλυση του μεταλλεύματος («χώνεψη»). Στη συνέχεια, το έπαιρναν με σιδερένιες κουτάλες και το έριχναν σε μικρότερους λάκκους για να πήξει. Οι όγκοι που περιείχαν ασήμι μεταφέρονταν, ακολούθως, σε άλλους φούρνους που βρίσκονταν στον ίδιο χώρο. Γινόταν νέα επεξεργασία κατά τη διάρκεια της οποίας ξεχώριζαν το χρυσό, το ασήμι και όποιο άλλο μέταλλο περιείχαν. Από την τήξη των υπολειμμάτων, η οποία γινόταν σε ειδικούς φούρνους, παραγόταν μαύρο μολύβι. Ως καύσιμη ύλη σε αυτούς τους φούρνους χρησιμοποιούσαν κάρβουνο.

4. Οι άνθρωποι

4.1. Η διοίκηση

Το προσωπικό που εργαζόταν στα μεταλλεία ήταν οργανωμένο κατά ιεραρχική τάξη ως εξής:

α. Ο επόπτης των μεταλλείων (maden emini) της Αργυρούπολης είχε ανώτερο βαθμό από όλους τους άλλους κατά τόπους συναδέλφους του στα μεταλλεία που συνδέονταν με εκείνα της Αργυρούπολης. Σε συνεργασία με το γενικό αρχιμεταλλουργό αναλάμβανε την έρευνα για ανακάλυψη νέων μεταλλείων, τηρούσε κατάλογο των κατά τόπους αρχιμεταλλουργών, παραλάμβανε από αυτούς το εξορυσσόμενο μετάλλευμα και το έστελνε στην Κωνσταντινούπολη, μεριμνούσε για την απρόσκοπτη λειτουργία των μεταλλείων, είχε δικαίωμα να προσαρτά στα μεταλλεία χωριά, οι κάτοικοι των οποίων μπορούσαν να εργάζονται σε αυτά απολαμβάνοντας τα σχετικά προνόμια, εφόσον το επιθυμούσαν. Τέλος, είχε δικαίωμα να κόβει αργυρό νόμισμα. Ως δηλωτικά του αξιώματός του έφερε στο καβούκ μελανοδοχείο και γραφίδα. Μέχρι το 1722 τη θέση αυτή καταλάμβανε κάποιος από τους τοπικούς αξιωματούχους (ντερεμπέηδες), γεγονός που δημιουργούσε τριβές με τους αρχιμεταλλουργούς. Από το 1722 εμίνης οριζόταν κάποιος αξιωματούχος της αυτοκρατορικής αυλής.

β. Ο γενικός αρχιμεταλλουργός είχε υπό την εποπτεία του όλα τα μεταλλεία της Χαλδίας και των αποικιών της και έφερε τον τίτλο του αγά. Εκτός από μια εξαίρεση, το αξίωμα το καταλάμβαναν πάντα ορθόδοξοι. Συνεργαζόταν με τον επόπτη στην ανεύρεση νέων μεταλλείων, έδινε ονόματα στα μεταλλεία και διόριζε τον εκάστοτε αρχιμεταλλουργό. Συγκέντρωνε τα μεταλλεύματα στην Αργυρούπολη, επέβλεπε την τήξη και πλινθοποίησή τους και σε συνεργασία με τον επόπτη των μεταλλείων τα απέστελλε στην Κωνσταντινούπολη. Τηρούσε κώδικες που αφορούσαν τη λειτουργία των μεταλλείων και το προσωπικό τους. Φορούσε την ίδια στολή με τον εμίνη, τα διακριτικά του όμως ήταν σφυρί, μοχλός και θρυαλλίδα (φιτίλι). Μέχρι το 1722 οριζόταν από τον επόπτη των μεταλλείων, ενώ μετά ήταν απαραίτητη η συγκατάθεση των αρχιμεταλλουργών. Η εκλογή του επικυρωνόταν από το σουλτάνο σε ειδική τελετή κατά την οποία τον περιέβαλλε με ειδικό ένδυμα και του δώριζε ένα σπαθί.

γ. Οι αρχιμεταλλουργοί των μεταλλείων (ουσταμπασήδες - ustabaşı) ήταν προϊστάμενοι στις κοινότητες των μεταλλουργών και θεωρούνταν αντιπρόσωποι του σουλτάνου. Διηύθυναν τις εργασίες των μεταλλείων και παρέδιδαν τα προϊόντα στο γενικό αρχιμεταλλουργό. Επίσης, αναλάμβαναν την αντιπροσώπευση των μεταλλουργών στις οθωμανικές αρχές και στα ιεροδικεία, ενώ είχαν και αρμοδιότητες δικαστικού χαρακτήρα. Μετέβαιναν στην Κωνσταντινούπολη για την εκλογή του γενικού αρχιμεταλλουργού. Λάμβαναν δώρα από το σουλτάνο, στα οποία όμως δεν περιλαμβανόταν σπαθί. Φορούσαν την ίδια στολή και έφεραν τα ίδια διακριτικά με το γενικό αρχιμεταλλουργό, τα οποία όμως ήταν αργυρά. Οι περισσότεροι αρχιμεταλλουργοί της Χαλδίας και των αποικιών κατάγονταν αρχικά από την Αργυρούπολη, αργότερα και από τους οικισμούς Σάντα, Κρώμνη, Τσίτες, Φυτίανα. Το 1830 έλαβαν επίσημα το δικαίωμα να ερευνούν μόνοι τους για νέα μεταλλεία και να τα εκμεταλλεύονται.

4.2. Οι εργάτες

α. Οι μεταλλουργοί (μαντεντζήδες - madenci), χριστιανοί στην πλειονότητά τους, ήταν οι απλοί εργάτες των μεταλλείων. Εργάζονταν στις στοές, όπου πραγματοποιούσαν την εξόρυξη του μεταλλεύματος. Η ηλικία τους κυμαινόταν μεταξύ 15 και 60 ετών. Η εργασία ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη και ανθυγιεινή. Έφεραν ως διακριτικά σφυρί, μοχλό και θρυαλλίδα από ορείχαλκο.5Προστάτης άγιός τους θεωρούνταν ο προφήτης Ηλίας.

β. Οι τσαγουλτζήδες αναλάμβαναν το θρυμματισμό των όγκων του μεταλλεύματος μετά την εξόρυξή τους.

γ. Οι γαλτζήδες έπλεναν το θρυμματισμένο μετάλλευμα. Σε αυτή την εργασία στην περιφέρεια Αργυρούπολης διακρίνονταν οι Κρωμναίοι.

δ. Οι παραστάτες ή φούρναροι ήταν επιφορτισμένοι με την τήξη του μεταλλεύματος. Φημισμένοι παραστάτες στην περιφέρεια Αργυρούπολης ήταν οι Γιμερίτες και οι Σανταίοι.

ε. Οι μπαλτατζήδες ήταν ειδικό σώμα που επανδρωνόταν από χριστιανούς, επιφορτισμένο με την προμήθεια ξύλων που χρησιμοποιούνταν για καύσιμη ύλη στα καμίνια καθώς και δοκαριών για την υποστήριξη των στοών των μεταλλείων. Σε καιρό πολέμου προμήθευαν το στράτευμα με τα απαραίτητα ξύλα και κάρβουνα, κατασκεύαζαν δρόμους μέσα από δάση, υπονόμους, τάφρους, προχώματα και γέφυρες. Φορούσαν κοντό επενδύτη, κίτρινο ύφασμα στο πηλήκιο και ως διακριτικό του επαγγέλματός τους έφεραν μια αξίνα. Ο αρχηγός του τάγματος, μπαλτατζή-μπασής (baltacıbaşı), απολάμβανε τιμές πασά, έπαιρνε τα ίδια δώρα με τους αρχιμεταλλουργούς και νεμόταν τα εισοδήματα χωριού. Οι οικισμοί Ίμερα, Κρώμνη, Κορόνιξα και Αμπρικάντων ανέδειξαν πολλές οικογένειες μπαλτατζήδων.

στ. Οι κατιρτζήδες ή γατιρτζήδες ήταν αγωγιάτες που μετέφεραν μετάλλευμα από την Αργυρούπολη και από τα ιδιαίτερα σημαντικά μεταλλεία αργυρούχου χαλκού Άργαναμαντέν στην Τραπεζούντα. Συχνά ήταν πρώην μεταλλωρύχοι που είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα χρήματα για την αγορά των μεταφορικών μέσων. Οι περισσότεροι κατιρτζήδες κατάγονταν από την Άδισσα. Τα φορτία μετάλλων αποστέλλονταν τελικά στην Κωνσταντινούπολη υπό τη συνοδεία στρατιωτών. Αρχικά ακολουθούνταν η χερσαία οδός, ενώ στη συνέχεια και η θαλάσσια, μέσω Τραπεζούντας.

5. Κοινοτική οργάνωση

Τα μεταλλεία αποτελούσαν πολύ σημαντικό, αν όχι και το μοναδικό τομέα οικονομικής δραστηριότητας των οικισμών των μεταλλωρύχων. Είναι επομένως αναμενόμενο, δεδομένης τόσο της εσωτερικής ιεραρχίας όσο και του αυστηρού καταμερισμού της εργασίας, να αποτελούν καθοριστικό παράγοντα στην κοινοτική οργάνωση των οικισμών. Οι αρχιμεταλλουργοί άλλωστε είχαν και αρμοδιότητες που προσιδιάζουν περισσότερο σε κοινοτικούς αξιωματούχους.6 Οι αρχιμεταλλουργοί δημιούργησαν σταδιακά στην πράξη κλειστό σώμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το αξίωμα του γενικού αρχιμεταλλουργού κατέλαβε σχετικά μικρός αριθμός οικογενειών, ενώ η διαδοχική ανάδειξη μελών της ίδιας οικογένειας δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η οικογένεια Σαρασίτη, η οποία μονοπώλησε το αξίωμα την περίοδο 1676-1785. Οι αρχιμεταλλουργοί δραστηριοποιούνταν και στον εκκλησιαστικό τομέα ή διατηρούσαν στενές σχέσεις με τους μητροπολίτες Χαλδίας, στη δικαιοδοσία των οποίων ανήκαν και οι εκτός Χαλδίας αποικίες. Συχνές ήταν, τέλος, οι δωρεές αρχιμεταλλουργών σε ναούς, σχολεία, ακόμα και σε πατριαρχεία. Την ίδρυση των μεταλλευτικών οικισμών ακολουθούσε η συγκρότηση των συνεργατικών, στη βάση των οποίων γινόταν η εκμετάλλευση των μεταλλείων. Η κατανομή των κερδών γινόταν το Νοέμβριο, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε οικογένειας, όπως αυτές καθορίζονταν από τη δημογεροντία, αλλά κυρίως από τους αρχιμεταλλουργούς. Από το σύνολο των κερδών εξέπιπτε ένα ποσό –στην Αργυρούπολη το 2%– το οποίο προοριζόταν για έργα οδοποιίας, για την εκπαίδευση και για κοινωνική πρόνοια, όπως η προικοδότηση ορφανών κοριτσιών και η ενίσχυση θυμάτων εργατικών ατυχημάτων. Οι συνεργατικές είχαν επίσης αστυνομικά και δικαστικά καθήκοντα, εξαιρουμένων των περιπτώσεων φόνου.
1. Οικονομίδης, Δ., «Αργυρούπολις», Αρχείον Πόντου 3 (1931), σελ. 180-181.
2. Κανδηλάπτης, Γ., Οι αρχιμεταλλουργοί του Πόντου και το εθνικόν έργον αυτών μετά παραρτήματος. Τα ανέκδοτα των ουσταπασίδων(Αθήναι 1929), σελ. 32-34.
3. Refik, A., Osmanli devrinde: Turkiye madenleri (967-1200) (Istanbul 1931).
4. Ballian, A., “Argyroupolis - Gümüşhane: Mining Capital of Pontos”, στο Koromila, M. (επιμ.), The Greeks in the Black Sea from the Bronze Age to the Early Twentieth Century (Αθήνα 1991), σελ. 233.
5. Το 1732 εκδόθηκε φιρμάνι που επέβαλε στους μη μουσουλμάνους μεταλλουργούς να υιοθετήσουν την προβλεπόμενη για τη θρησκευτική τους ομάδα ενδυμασία. Δε γνωρίζουμε αν η διαταγή αυτή αφορούσε το γενικό αρχιμεταλλουργό και τους αρχιμεταλλουργούς. Refik, A., Osmanli devrinde: Turkiye madenleri (967-1200) (Istanbul 1931).
6. Την άποψη αυτή υποστηρίζει και ο Πανταζόπουλος, Ν., Ελλήνων συσσωματώσεις κατά την Τουρκοκρατίαν (Αθήναι 1958), σελ. 18, ο οποίος θεωρεί τα μεταλλεία του Πόντου παράδειγμα οικονομικής συσσωμάτωσης, η οποία τελικά επικαλύπτει την κοινοτική.

No comments:

Post a Comment