Η άγνωστη ιστορία των
Ελλήνων του Πόντου
Δεν υπάρχει αμφισβήτηση για την αρχέγονη καταγωγή των Ποντίων. Η ποντιακή
διάλεκτος κατάλοιπο της Ιωνικής διαλέκτου, τα εθνολογικά χαρακτηριστικά, τα
ονόματα, οι συνήθειες, οι δοξασίες συνθέτουν ένα πολιτιστικό μωσαϊκό του
αρχαίου Ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού μας. Αυτούσιες λέξεις της Ομηρικής
συναντώνται μόνο στην Ποντιακή διάλεκτο σήμερα. Αυτή τη μητρική μου γλώσσα που άκουγα μέσα στο σπίτι
από τους παππούδες μου.
Πανάρχαια η παρουσία των Αρχαίων Ελλήνων στις ακτές του Ευξείνου ή του
Άξενου Πόντου τουλάχιστον από το 785 π.χ. Η Αργοναυτική εκστρατεία και οι μύθοι
του Τρωικού πολέμου, αποδεικνύουν την
πανάρχαια παρουσία των Ελλήνων στον Πόντο.
Με πρώτη πόλη αποικισμού τη Σινώπη, εποικίζεται ο παράλιος Πόντος και
δημιουργούνται σημαντικά εμπορευματικά και διακομιστικά κέντρα μέσα σε μικρό
χρονικό διάστημα. Ηράκλεια, Ινέπολη, Αμισός,
Θέρμη, Οινόη, Κοτύωρα, Τρίπολη, Κερασούς, Τραπεζούς, Αθήνα, Αργυρούπολη,
Κασσιόπη, Κόραλα, Ρίζαιον, Πλάτανα κλπ.
Αν σήμερα μπορούμε να είμαστε περήφανοι για την ποντιακή μας καταγωγή
είναι διότι ειδικά μέσω του διαδικτύου παρακολουθούμε τους παραχαράκτες της ιστορίας
να προσπαθούν να αλλοιώσουν την Ελληνικότητά μας. Δεν είμαστε «ΠΟΝΤΙΟΙ», όπως
θέλουν να μας αποκαλούν μερικοί αφελείς και με βασική έλλειψη γνώσεων στο
βασικό μάθημα της ιστορίας. Είμαστε «ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ». Από το μεγάλο
Γεωγράφο το Στράβωνα, το μεγαλύτερο Γεωγράφο όλων των εποχών που καταγόταν από
τον Πόντο και το “EΣΤΙΝ
ΟΥΝ ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» μας χωρίζουν 20 ένδοξοι αιώνες.
Χαρακτηριστική η έκπληξη των Μυρίων του Ξενοφώντα στην περιοχή της
Τραπεζούντας στις αρχές του 400 π.χ. όταν κατάπληκτοι συνάντησαν ανθρώπους να
μιλούν την ίδια γλώσσα με αυτούς, να πιστεύουν στους Αρχαίους Έλληνες Θεούς,
όταν αναφώνησαν το περίφημο «ΘΑΛΑΤΤΑ, ΘΑΛΑΤΤΑ», από τη βουνοκορφή της Ζύγανας,
νότια της Τραπεζούντας.
Σθεναρή η
απειλή της κοσμοκράτειρας Ρώμης με τη συμμαχία του Βασιλείου του Πόντου (363-63
π.χ) με το Βασίλειο της Μακεδονίας και με την Αθήνα. Ο γενναίος τελευταίος και βασιλιάς
ο Μιθριδάτης ο 6ος ο Ευπάτορας σημαντικότερος όλων κυριαρχεί σ' όλη
τη Μ. Ασία.
Ο ποντιακός
Ακριτικός κύκλος τραγουδιών που τραγουδιούνται από τους νέους ποντιακής
καταγωγής ακόμα και σήμερα, αποτυπώνει, αποδεικνύει και αντικατοπτρίζει τη
βαθιά ελληνικότητά μας. Απαράμιλλο το πάθος για την Ελευθερία.
Είμαστε
περήφανοι για ακόμα ένα μεγάλο σταθμό στην ιστορία. Η Αυτοκρατορία της
Τραπεζούντας (1204-1461 μ.χ), αποτελούσε ένα διαυγή, συνεκτικό, καθαρό και
συμπαγές κρατικό μόρφωμα κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, σωστό Ελληνικό στολίδι
στην Ανατολή.
Μετά την
Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και για 2,5 σχεδόν αιώνες η
καρδιά του Ελληνισμού που ήδη είχε εκχριστιανιστεί χτυπούσε στον ηρωϊκό Πόντο.
Θρύλοι, κώδικες, σιγίλια, κατέγραφαν οι Μοναχοί μας στα Μοναστήρια του Πόντου,
στο Βαζελώνα, στην Παναγία του όρους Μελά (Σουμελά), στον Άγιο Γεώργιο τον
Περιστερεώτα.
Η
Τραπεζούντα αποτελεί το διακομιστικό λιμάνι για το δρόμο του μεταξιού για πάρα
πολλούς αιώνες. Ο Πόντος αποτελεί την καλύτερη χαρτογραφημένη περιοχή όλου του
κόσμου, γεγονός που αποδεικνύει τη γεωστρατηγικής σημασίας θέσης του Πόντου.
Μπορεί οι
επόμενες αιώνες που ακολούθησαν κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, να
μην αποτυπώνουν την περασμένη αίγλη και τα μεγαλεία του παρελθόντος, όμως θα
πρέπει να παραδεχτούμε ότι κατά τον 17ο-18ο αιώνα οι Ελληνικοί Χριστιανικοί
πληθυσμού βιώνουν ένα σφοδρό βίαιο κύμα μαζικών εξισλαμισμών.
Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΡΩΜΙΩΝ ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟ ΤΜΗΜΑ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΛΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ 19ο ΑΙΩΝΑ Η ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
Η σημασία της μετανάστευσης Ρωμιών από τον Πόντο στο βόρειο τμήμα των δυτικών παραλίων δεν περιορίζεται στον οπωσδήποτε σημαντικό για την εποχή αριθμό μεταναστών, αλλά εντοπίζεται περισσότερο στις αλλαγές που προκαλούνται στις περιοχές υποδοχής. Το κλείσιμο των μεταλλείων της περιοχής του Πόντου είχε ως άμεσο επακόλουθο την έξοδο μεγάλου αριθμού κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι διασκορπίζονται σε όλες τις περιοχές της Μ.Ασίας που διαθέτουν μεταλλεία.
Η πρώτη, λοιπόν, κατεύθυνση που παίρνουν οι μετανάστες του Πόντου είναι αυτή προς τις μεταλλειοφόρες περιοχές της Μ.Ασίας, στη συνέχεια, και όταν τα μεταλλεία γενικώς περνούν για διάφορους λόγους περίοδο έντονης κρίσης, κατευθύνονται προς οποιαδήποτε περιοχή, όπου τους προσφέρονται οι δυνατότητες να ζήσουν ακόμη κι αλλάζοντας επαγγελματικές συνήθειες. Το βόρειο τμήμα και κυρίως η γνωστή για τα μεταλλεία της περιοχή του Αντάπαζαρι υποδέχεται έναν τόσο σημαντικό αριθμό μεταναστών, ώστε συχνά να προκαλούνται σημαντικές αλλαγές στο χωροταξικό τοπίο: ολόκληρες περιοχές που κατοικούνταν παλαιότερα από μουσουλμάνους ή είχαν ερειπωθεί «αποικίζονται» κυριολεκτικά από Ρωμιούς του Πόντου. Τούτη η «αποικιοκρατία» συνιστά, ίσως το πιο σημαντικό γεγονός, από την άποψη της μετακίνησης ρωμέικου πληθυσμού μέσα στα όρια της Μικράς Ασίας, του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα170.
Ξεκινώντας από την περιοχή του Αντάπαζαρ, την πρώτη που υποδέχεται Ρωμιούς του Πόντου, εντοπίζουμε 14 χωριά τα οποία , όλα τους, κατοικούνται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Διασκορπισμένα στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας, με ανατολικό σύνορο τον ποταμό Σαγγάριο, ανήκουν διοικητικά στο σαντζάκ του Καράσου και ειδικότερα στους καζάδες του Κάντιρα και του Αντάπαζαρι. Παρά την έλλειψη πληροφοριών σχετικά με τη δημογραφική κατάσταση των χωριών αυτών πριν από την άφιξη των Ρωμιών του Πόντου, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι τα χωριά δεν είχαν κατοικηθεί στο παρελθόν, τουλάχιστον στους αμέσως πριν από το 19ο αιώνες, ποτέ από ορθοδόξους. Εκκλησιαστικά υπάγονται στη μητρόπολη Νικομήδειας και είναι τα εξής: Γιασλί Κετσίτ, με 120 οικογένειες·Παραλί, με 60 οικογένειες·Τσατάλοβα, με 18 οικογένειες·Καραπιλίτ , με 38 οικογένειες·Κιρεσλί, με 100 οικογένειες·Κεστανέ Πινάρ, με 88 οικογένειες·Κουρού ντερέ, με 83 οικογένειες· Τσομπάν Γιατάκ, με 45 οικογένειες·και Αρντίτς Πιλίτ (που αποτελείται από δύο χωριά, το Γιουκαρί Γενί νταγ και το Ασαγί Γενί νταγ), με 76 οικογένειες171. Το γεγονός ότι όλα αυτά τα χωριά αναφέρονται ακόμα και στις στατιστικές της μητρόπολης της Νικομήδειας με την τουρκική τους ονομασία φανερώνει την έλλειψη πρόσφατου χριστιανικού παρελθόντος.
Οι Ρωμιοί του Πόντου δεν εγκαθίστανται αποκλειστικά σε περιοχές μεταλλείων, αλλά κάποιοι προωθούνται από το Ανταπαζάρ προς τα νότια της περιοχής. Πρόκειται για πολύ μικρά χωριά με περιορισμένο αριθμό κατοίκων, που είναι βέβαιο ότι κάποτε είχαν μουσουλμανικό πληθυσμό, ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη βαλτώδη αυτή περιοχή. Τα χωριά, πέντε στον αριθμό, είναι τα ακόλουθα: το Χατζή Οσμάν, με 70 οικογένειες·το Ορέν, με 28 οικογένειες· το Σαρίσου, με 21 οικογένειες· το Καρπούζ- Πινάρ, με 18 οικογένειες· και τέλος, το Κιρκ-Χαρμάν, με 35 οικογένειες172.
ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ: ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΝΤΑΠΑΖΑΡ- ΕΠΑΡΧΙΑ ΣΑΓΓΑΡΙΟΥ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ, ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΔΡΕΠΑΝΟΥ-ΑΚΡΙΝΗΣ-ΚΟΙΛΑΔΑΣ ΚΟΖΑΝΗΣ ,ΛΑΚΙΑΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ ,ΣΤΑΥΡΟΥ & Ν.ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ ΒΕΡΟΙΑΣ
Του Σταύρου Π.Καπλάνογλου:
ΠΕΡΙΟΧΗ
Η περιοχή αυτή εκτείνεται προς τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας , στις δύο πλευρές του ίδιου ονομαζόμενου ποταμού, που εισέρχεται σε αυτή τη θάλασσα, στο κέντρο της οποίας, βρίσκεται η εύφορη πεδιάδα του Αντάπαζαρ. Η πεδιάδα βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κλάδους του ποταμού και μοιάζει με νησί .
ΠΟΝΤΙΟΙ ΙΔΡΥΣΑΝ ΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΤΑΠΑΖΑΡ ΧΩΡΙΑ
Η ίδρυση αυτών των χωριών, από όπου προέρχονται και οι κάτοικοι Δρεπάνου, Κοιλάδας και Ακρινής Κοζάνης οφειλόταν στη λειτουργία των μεταλλείων του Κιρεζλί (ή του Καρασού, από τον ομώνυμο ποταμό που έδινε το όνομά του και στη γύρω περιοχή) μετά το 1885, αλλά και στα εγγειοβελτιωτικά έργα, που έγιναν στην περιοχή, ήδη από τη δεκαετία 1860-1870. Η λειτουργία των μεταλλείων προσέλκυσε πολλούς κατοίκους από την περιοχή του Πόντου. Τα μεταλλεία του Κιρεζλί, τα εκμεταλλευόταν αυστριακή εταιρεία. Τα μεταλλεία λειτούργησαν από το 1885 έως το 1915, οπότε εγκαταλείφθηκαν οριστικά.
1 . Γιασίγκετσιτ Yassıgeçit
Tο Γιασίγκετσιτ ιδρύθηκε από εποίκους των Κοτυώρων (Ορντού), και συγκεκριμένα από τον οικισμό Βώννα, της Τοκάτης, της Τραπεζούντας, της Κερασούντας, της Αργυρούπολης Το χωριό είχε 4 συνοικίες. Υπήρχε και μία εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη, τον Πρόδρομο. Έξω από το χωριό υπήρχε μια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο, η οποία χτίστηκε επίσης γύρω στο 1900. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κάτοικοι από το Γιασίγκετσιτ εγκαταστάθηκαν στην Ακρινή και το Δρέπανο Κοζάνης, όπως και στο Διαβατό, τη Νέα Νικομήδεια και την Πρανιάτα Βέροιας.
2.Κεστενέ Πουνάρ Kestanepınari
Το χωριό κατοικούνταν αποκλειστικά από ελληνορθόδοξο πληθυσμό, περίπου 150 οικογένειες. Στις αρχές του 20ού αιώνα (1905), σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο Κεστενέ Πουνάρ κατοικούσαν 88 ελληνορθόδοξες οικογένειες Οι κάτοικοι του Κεστενέ Πουνάρ, όπως συνέβη και με άλλα χωριά της περιοχής, ήταν έποικοι από την περιοχή των Κοτυώρων του Πόντου, οι οποίοι μετοίκησαν μετά το 1885 για να εργαστούν στα μεταλλεία του Καρασού. Μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο ,Το Κεστενέ Πουνάρ είχε δύο εκκλησίες: η μία βρισκόταν μέσα στο χωριό και ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, ενώ η άλλη έξω από το χωριό και ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Κωνσταντίνο. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οικογένειες από το Κεστενέ Πουνάρ εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Χαλκιδικής.
3.Κιρεζλί – Kirezli -Kirazli
Οι κάτοικοι του Κιρεζλί ήταν αποκλειστικά ελληνορθόδοξοι, Πόντιοι έποικοι από τις περιοχές των Κοτυώρων και της Γαράσαρης, οι οποίοι, όπως και άλλοι κάτοικοι της επαρχίας του Αντάπαζαρ, εγκαταστάθηκαν εκεί, κυρίως, εξαιτίας της λειτουργίας των μεταλλείων του Καρασού. Αριθμούσαν, πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, περί τους 700 με 900 κατοίκους. Μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο με πολλά στοιχεία τουρκικής. Το χωριό αποτελούνταν από 3 συνοικίες 1 τη συνοικία Καρά ντερέ, 2 .τη συνοικία Αλαπλιούκιοϊ και 3.τη συνοικία Κάσμπασι. Μεταξύ των μαχαλάδων υπήρχαν αλώνια, όπου φιλοξενούνταν οι χοροί και τα πανηγύρια του χωριού. Τα τραγούδια και οι χοροί τους ήταν ποντιακά με χρήση μουσικών οργάνων, όπως ο κεμεντζές και ο ζουρνάς Στο κέντρο του χωριού υπήρχε μία εκκλησία αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Κοντά στην εκκλησία ήταν και το δημοτικό σχολείο. Οικογένειες από το Κιρεζλί εγκαταστάθηκαν, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στη Χρυσούπολη (Σαρί Σαμπάν) Παγγαίου και στο Μεσημέρι Χαλκιδικής
4.Καραπελίτ Karapelit
Πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή το χωριό είχε περίπου 400 κατοίκους, όλους ελληνορθόδοξους. Οι κάτοικοι ήταν όλοι ποντιακής καταγωγής, από την περιοχή των Κοτυώρων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τη δεκαετία του 1860. Η γλώσσα των κατοίκων ήταν η ποντιακή, Η μοναδική εκκλησία του οικισμού ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Κωνσταντίνο, βρισκόταν στο κέντρο του χωριού και ήταν πετρόκτιστη. Το χωριό διέθετε εξατάξιο δημοτικό σχολείο Το 1919, και μετά από επιθέσεις και καταστροφές των μουσουλμάνων ατάκτων, οι κάτοικοι του Καραπελίτ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό τους με προορισμό τη Νικομήδεια. ενώ το 1922, μετά τον οριστικό διωγμό τους, εγκαταστάθηκαν στον Σταυρό Βεροίας.
5.Κουρούντερε
Το μέρος όπου χτίστηκε το χωριό ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου γαιοκτήμονα, από τον οποίο το αγόρασαν οι κάτοικοι του χωριού. Οι τελευταίοι ήταν έποικοι από την περιοχή του Πόντου που μετοίκησαν στην επαρχία του Αντάπαζαρ κατά τη δεκαετία του 1880, λόγω της λειτουργίας εκεί των μεταλλείων του Καρασού. Συγκεκριμένα προέρχονταν από τα χωριά Αρτούχ (περιφέρεια Κοτυώρων) και Φόσντερε (περιοχή Şebinkarahisar) Το χωριό αριθμούσε πάνω από 100 ελληνορθόδοξες οικογένειες πριν τον εκτοπισμό των κατοίκων. Όλοι οι κάτοικοι μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο, .Ο οικισμός αποτελούνταν από 5 συνοικίες (μαχαλάδες, τουρκ. mahalle), που έπαιρναν το όνομά τους από τις οικογένειες που έμεναν εκεί:
Τσιφλόγλου μαχαλάς, Γαβζέντ ή Κάβγογλου μαχαλάς (πιθανόν αυτοί που κατάγονται από την Kavza, Kavzalı), Κοτανί μαχαλάς, Τεκκέ μαχαλάς και Τεπέκιοϊ μαχαλάς (επειδή ήταν σε ύψωμα, tepe = κορυφή). Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οικογένειες από το Κουρούντερε εγκαταστάθηκαν στη Λακκιά Αμυνταίου.
6. Παραλί Paralı
Χωριό σε πλαγιά κοντά στην κορυφή λόφου, 78 χλμ. νοτιοδυτικά της Νικομήδειας, 44 χλμ. βορειοανατολικά του Αντάπαζαρ, 2 χλμ. βόρεια του Κεστενέ Πουνάρ και 1 χλμ. νότια του Κιρεζλί. Τρία χλμ. βόρεια από το χωριό περνούσε ο ποταμός Καρασού (Karası). Το 1905 ειχε 38 ελληνορθόδοξες οικογένειες Πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή το χωριό είχε περίπου 400 κατοίκους, όλους ελληνορθόδοξους. Οι κάτοικοι ήταν όλοι ποντιακής καταγωγής, από την περιοχή των Κοτυώρων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή (πρώην ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά) τη δεκαετία του 1860. Η μοναδική εκκλησία του οικισμού ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Κωνσταντίνο, βρισκόταν στο κέντρο του χωριού και ήταν πετρόκτιστη. Στο εσωτερικό της είχε μόνο φορητές εικόνες και όχι τοιχογραφίες. Έξω από την εκκλησία του χωριού, υπήρχε μια μεγάλη βελανιδιά, πάνω στην οποία βρισκόταν η καμπάνα της εκκλησίας. Το χωριό διέθετε εξατάξιο δημοτικό σχολείο, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, το οποίο ήταν ξύλινο, όπως και τα σπίτια του χωριού. Πριν από το 1900 το ρόλο του δασκάλου τον αναλάμβανε ο ιερέας, αργότερα, όμως, προσελήφθη δάσκαλος. Τα παιδιά δεν πλήρωναν δίδακτρα, όλες όμως οι οικογένειες συνεισέφεραν, για να πληρωθεί ο δάσκαλος. Η παραγωγή του χωριού ηταν τα δημητριακά, τα φρούτα και τα φουντούκια, ενώ ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία. Εμπορικά κέντρα ήταν στο Αντάπαζαρ μαζί με το Ιντζιρλί. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οικογένειες από το Παραλί εγκαταστάθηκαν στην Κοιλάδα Κοζάνης.
7. Παμπουτζάκι Παμπουτζάκ Ντεβρέν(τ).
Χωριό σε πέρασμα, 4 χλμ. ΝΑ της όχθης της λίμνης της Νίκαιας, 9 χλμ. ΝΔ της Νίκαιας, 44 χλμ. Α-ΝΑ της Κίου και 55 χλμ. ΒΑ της Προύσας. Το χωριό κατοικούνταν, αποκλειστικά, από ελληνορθοδόξους. Οι περισσότεροι ήταν Πόντιοι έποικοι από το Μαντέν της περιοχής των Κοτυώρων (Ορντού) (250 σε σύνολο περίπου 300 οικογενειών). Οι ποντιακής καταγωγής κάτοικοί του αποκαλούσαν το χωριό Παμπουτζάκι. Οι «ντόπιοι» κάτοικοί του (οι ελληνορθόδοξοι, δηλαδή, που έμεναν εκεί πριν από την εγκατάσταση των Ποντίων, 50 οικογένειες) το αποκαλούσαν Παμπουτζάκ Ντεβρέν(τ) ή μόνο Παμπουτζάκ. Με το όνομα Παμπουτζάκ Ντεβρέν(τ) εμφανιζόταν και στα επίσημα εκκλησιαστικά και κρατικά οθωμανικά έγγραφα.
8. Τσατάλοβα Çatalova Çatalüvez.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οικογένειες από την Τσατάλοβα εγκαταστάθηκαν στην Ακρινή Κοζάνης. Τσατάλοβα-Çatalövez Το χωριό βρισκόταν σε απόσταση 3/4 της ώρας ΒΑ του Γιασί Γκετσίτ. Η ονομασία του οικισμού ήταν κοινή στο ελληνορθόδοξο και στο τουρκικό-μουσουλμανικό στοιχείο. Η λέξη είναι τουρκική και σημαίνει «διχαλωτή πεδιάδα» (Çatal = πιρούνι, αλλά και διακλάδωση, διχαλωτός, ova = πεδιάδα). Η ετυμολογία της ονομασίας του χωριού, ίσως, σχετίζεται με τη γεωμορφολογία της περιοχής, όπου ήταν χτισμένο. Ήταν ένα μικρό φτωχό χωριό με 40-50 σπίτια. Το 1905, σύμφωνα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην Τσατάλοβα κατοικούσαν 18 ελληνορθόδοξες οικογένειες, 120-140 άτομα. Οι κάτοικοι ήταν ποντιακής καταγωγής, όπως συνέβαινε και με άλλα χωριά της περιοχής του Αντάπαζαρ, και προέρχονταν από μετακινήσεις μεταλλουργών προς τα μεταλλεία της περιοχής του Αντάπαζαρ, από ότι φαίνεται κατά το 19ο αιώνα. Στο χωριό δεν υπήρχε κανονική εκκλησία, αλλά ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Υπήρχε, επίσης, ένα σχολείο (το οποίο πάντως πρέπει να χτίστηκε μετά το 1909). Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία, τη σηροτροφία, την κτηνοτροφία και την υλοτομία.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οικογένειες από την Τσατάλοβα εγκαταστάθηκαν στην Ακρινή Κοζάνης.
9. Χατζή Οσμάν-Hacıosman
Οι κάτοικοι .του χωριού ήταν έποικοι από την περιοχή του Μελέτ του Πόντου (χωριά Φιαζ, Μουζάμανα, Τσαχμάν). Η μετανάστευση πρέπει να έλαβε χώρα γύρω στη δεκαετία του 1870. Σε 150 σπίτια Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο Χατζή Οσμάν κατοικούσαν 70 ελληνορθόδοξες οικογένειες Το χωριό πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή αριθμούσε περί τα 100 σπίτια. Όλοι οι κάτοικοί του ήταν ορθόδοξοι. Η γλώσσα τους ήταν η ελληνική (ποντιακή διάλεκτος) και πιο συγκεκριμένα ίδια με την ντοπιολαλιά των Αργυρουπολιτών. Στο χωριό υπήρχαν δύο εκκλησίες: η μία ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Κωνσταντίνο (ήταν η κύρια εκκλησία του χωριού) και η άλλη στον Άγιο Ιωάννη, τον Πρόδρομο. Έξω από το χωριό υπήρχε η τοποθεσία Γουσλά. Εκεί βρίσκονταν ερείπια παλαιάς εκκλησίας αφιερωμένης στη Θεοτόκο, η οποία ήταν γνωστή στην περιοχή για τα θαύματά της. Το σχολείο του χωριού ήταν μεικτό οκτατάξιο (πέντε τάξεις δημοτικού και τρεις ελληνικού) και είχε το καθεστώς ημιγυμνάσιου. Οι μαθητές μεταξύ άλλων διδάσκονταν και αρχαία ελληνικά.
10. Το Σούμπατακ ( Βούρκος )Σούμπατακ Subatağı Sakarya
Στην περιοχή Sakarya, το Subatağı βρίσκεται και συνδέεται με την περιοχή Karasu. Η θέση του χωριού Satağı Village είναι 40 ° 58 ’22 .4400′ ‘Βόρεια και 30 ° 36’ 30.6000 ”. Απέχει 15 χιλιόμετρα από το κέντρο της περιοχής Karasu, η οποία συνδέεται με το χωριό Sottag απόσταση του Subataji είναι περίπου 29χλμ. όλα αυτά τα χωριά αναφέρονται ακόμα και στις στατιστικές της Μητρόπολης της Νικομήδειας με την τουρκική τους ονομασία φανερώνει την έλλειψη πρόσφατου χριστιανικού παρελθόντος.
11 .Το Αρντίτσπελιτ (Μεσόκερδος ) Αρντίτς Πιλίτ (που αποτελείται από δύο χωριά, το Γιουκαρί Γενί νταγ και το Ασαγί Γενί νταγ), με 76 οικογένειες171.
12 .Το Τσομπάν Γιατάκ ( Βοσκοκαλύβα ) Τσομπάν Γιατάκ, με 45 οικογένειες
Απόσπασμα από εισήγηση του Α.Παυλίδη
α) Νικομήδεια (Izmit)
β) Νεοχώρι (Yeniköy)
γ) Μιχαλήτσι (Gündoğdu) από τη σημερινή Επαρχία Izmit (Νικομηδείας) του Νομού Kocaeli (Κοτζάελι)
δ) Καράτεπε (Karatepe)
ε) Εσμές (Eşme) από τη σημερινή Επαρχία Kartepe (Κάρτεπε) του Νομού Kocaeli (Κοτζάελι)
στ) Αδά-Παζάρ (Adapazarı)
ζ) Σαράδογαν ή Σέρδιβαν (Serdivan)
η) Εσκίστσα (Ikizce) από τη σημερινή Επαρχία Adapazarı (Μεσοθυνίας) του Νομού Sakarya (Σαγγαρίου)
θ) Σαπάντζα (Sapanca) από τη σημερινή Επαρχία Sapanca (Σαπάντζας) του Νομού Sakarya (Σαγγαρίου)
ι) Τσινάρι (Cinarcik)
ια) Κατιρλί (Esenköy)
ιβ) Κουρί (Koru) ιγ) Αγία Κυριακή
ιδ) Αρβανιτοχώρι από τη σημερινή Επαρχία Çınarcık (Τσιναρίου) του Νομού Yalova (Ελενουπόλεως)
ιε) Κουρούμεσε (Kurumeşe) ιστ) Σουπατάκ (Subatağı) ιζ) Γιασί Κετσίτ (Yassıgeçit) ιη) Τσατάλοβα (Çatalüvez) ιθ) Παραλί (Parali) κ) Αρδίτς Πιλίτ (Ardıçbeli) κα) Άνω Γενή Δάγ (Yenidoğan) κβ) Κάτω Γενή Δαγ (Yenidoğan) κγ) Κουρού Ντερέ (Kurudere) από τη σημερινή Επαρχία Karasu (Καράσου) του Νομού Sakarya (Σαγγαρίου)κδ) Τσομπάν γιατάκ (Şerbetpınarı) κε) Καράπελιτ (Karapelit) κστ) Κεστανέ Πουνάρ (Kestanepınarı) κζ) Κιρεζλί (Kirazlı) κη) Ακτάς (Aktaş)
λ) Ηράκλειο (Ereğli)
λα) Φουλατζίκιο (Fulacık)
λβ) Κίζδεβρεντ (Kızderbent)
λγ) Κοντσές από τη σημερινή Επαρχία Karamürsel (Πραινετού) του Νομού Kocaeli (Κοτζάελι)
λδ) Ελμαλί (Elmalik)λε) Σαφράνι (Safran)λστ) Άγιος Χαράλαμπος (Hacımehmet)
λζ) Καδή Κιοΐ (Kadıköy) από τη σημερινή Επαρχία Yalova (Ελενουπόλεως) του ομώνυμου Νομού
λη) Αρμουτλί (Armutlu) από τη σημερινή Επαρχία Armutlu (Αρμουτλί) του Νομού Yalova (Ελενουπόλεως)
λθ) Νήσος Καλόλιμνος (İmralı)
μ) Γιαλί Τσιφλίκιο (Yalıçiftlik)
μα) Δερέ Κιοΐ (Dereköy)
μβ) Βελετλέρ (Çınarlı) από τη σημερινή Επαρχία Mudanya (Απαμείας) του Νομού Bursa (Προύσης)
μγ) Κίντια ή Κίδια (Karakoca)
μδ) Σαγινάτοι ή Αγινάτοι (Ikizce)
με) Αγία Κυριακή ή Μακαριώτατοι ή Καμαριωτάτοι (Taspinar)
μστ) Απελλαδάτοι ή Πελλαδάτοι (Subasi)
μζ) Πριμικήρι (Harmanlı)
μη) Τσεσνεΐριο (Çeşnigir)
μθ) Σιργιανή (Seyran)
ν) Τσάμτσα ή Τσάμπουτσα (Çamlica)
να) Τσάμπασι (Cambaz)
νβ) Γούλιος (Eskikaraağaç) από τη σημερινή Επαρχία Karacabey (Καρατζάμπεη) του Νομού Bursa (Προύσης)
νγ) Απολλωνιάς (Gölyazı)
νδ) Μπας Κιοΐ ή Βουλγαράτοι (Başköy)
νε) Χωρούδα (Karacaoba)
νστ) Κωνσταντινάτοι (Çatalağıl)
νζ) Αναχώρι (Çaylı)
νη) Κουβούκλια (Görükle)
νθ) Αϊλατσίκιο (Yaylacik)
ξ) Ταχταλί (Tahtalı)
ξα) Ντάνσαρι (İrfaniye)
ξβ) Αϊνασί (Özlüce) από τη σημερινή Επαρχία Nilüfer (Οδρυσσού) του Νομού Bursa (Προύσης)
ξγ) Αχτσέ Πουνάρ (Akcapinar) από τη σημερινή Επαρχία Mustafakemalpaşa (Μουσταφά Κεμάλ Πασά) του Νομού Bursa (Προύσης)
ξδ) Χατζή Οσμάν (Haciosman)
ξε) Σαρή Σου (Sarisu)
ξστ) Ορέν (Eskiören)
ξζ) Καρπούζ Πουνάρ από τη σημερινή Επαρχία İznik (Νικαίας) του Νομού Bursa (Προύσης).
Σαράντα περίπου χιλιόμετρα ανατολικά από τις εκβολές του Σαγγάριου με μέτωπο προς τον Εύξεινο Πόντο και σε βάθος 35 χιλιομέτρων, απλώνεται η περιοχή του Καρασού με τα 14 Ελληνοποντιακά χωριά της, οι κάτοικοι των οποίων προέρχονται από τον Ανατολικό Πόντο.
Μόνο σε δύο από αυτά, το Σουμπατάκ και το Κιρεζλί ήταν γνωστή η ενιαία καταγωγή των κατοίκων.
των κατοίκων. Σύμφωνα με μαρτυρίες οι πρόγονοί τους έφυγαν από την Κορόνιξα της Αργυρούπολης, το 1840 και κατευθύνθηκαν προς την περιοχή Κοτυώρων, όπου εγκαταστάθηκαν στη Φάτσα και συγκεκριμένα στο χωριό Μπολαμάν (Πολεμώνιο).
Εδώ είχαν λιγοστά χωράφια και μάλιστα άγονα, πράγμα που τους ανάγκασε να νοικιάσουν τσιφλίκια των Τούρκων. Οι συχνές προστριβές όμως μεταξύ των γαιοκτημόνων και των Ρωμιών, έφτασαν στο αποκορύφωμά τους το 1880, με αποτέλεσμα α ξεσπάσει άγρια συμπλοκή. Τότε για πρώτη φορά ξεκίνησε εξοντωτικός διωγμός εναντίον τους, αναγκάζοντάς τους να καταφύγουν στα βουνά, αφού είχαν επικηρυχθεί. Τελικά οι οθωμανικές αρχές εξαγοράστηκαν και δόθηκε αμνηστία στους Ρωμιούς. Οφείλουμε να αναφέρουμε πως σημαντικό ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη έπαιξε η συμπάθεια του τότε νομάρχη της Σαμσούντας προς τους Έλληνες.
Παρά τη χορηγηθείσα αμνηστία, μέρος μόνο των αμνηστευθέντων παρέμεινε στην περιοχή, ενώ περίπου 100 οικογένειες με επικεφαλής τον παπά – Γιάννη Παπαδόπουλο πέρασαν τα σύνορα του Πόντου και έφτασαν στο Αντάπαζαρί, όπου έκτισαν πρώτα τα χωριά, Σουμπατάκ και Κιρεζλί. Σταδιακά οι Πόντιοι της περιοχής άρχισαν να κτίζουν και άλλους οικισμούς στους οποίους εγκαταστάθηκαν ΄Ελληνες και από τη Μελάνθια (Μεσουδιέ), τη Νικόπολη, τη Νεοκαισάρεια και άλλες περιοχές του Πόντου.
Εκκλησιαστικά τα χωριά αυτά υπάγονταν στη μητρόπολη Νικομηδείας, διοικητικά στο σαντζάκι του Αντάπαζαρι και το ναχιέ του Καράσου. Είχαν όλα σχολείο και εκκλησία και ήταν αμιγώς ελληνικά. Η διάλεκτος που χρησιμοποιούσαν ήταν η ποντιακή στις διάφορες παραλλαγές της, ανάλογα με την ιδιαίτερη καταγωγή των κατοίκων τους. Αξιοσημείωτη είναι η πρόοδος και η ανάπτυξη των ελληνικών κοινοτήτηων της περιοχής, το μικρό χρονικό διάστημα που παρέμειναν στην περιοχή, πριν τον ξεριζωμό και την οριστική εγκατάστασή τους στην Ελλάδα.
Τα Ποντιακά χωριά του Καράσου ήταν τα εξής: Κουρούμεσέ, Σουμπατάκ, Γιασί Γκετσίτ, Τσατάλ Οβάζ, Παραλί, Αρντίτς Μπελίζ, Πρώτο και Δεύτερο Γενί Νταγ, Κουρού Ντερέ, Τσοπάν Γιατάκ, Καρά Πελίτ, Κεστανέ Πουνάρ, Κιρεζλί, Γάσ Πασί, Ακ κτας.
Η Μυθολογία των Ελλήνων και κυρίως οι μύθοι του Τρωικού πολέμου και της Αργοναυτικής εκστρατείας, δηλώνουν την πανάρχαια ( από τις αρχές της 1ης πχ χιλιετίας) παρουσία των Ελλήνων στις ακτές του Ευξείνου Πόντου. Έτσι δεν είναι παράξενο που η περιοχή αυτή γέμισε πολύ γρήγορα από εγκαταστάσεις που μετεξελίχθηκαν σε σημαντικά εμπορικά κέντρα: Σινώπη, Αμισός, Οινόη, Κοτύωρα, Τρίπολη, Κερασούς, Τραπεζούς, Αθήνα, κλπ.
Μια πολύ σύντομη περιγραφή των σημαντικότερων ιστορικών σταθμών εξέλιξης του ποντιακού ελληνισμού περιλαμβάνει κατ αρχάς την έλευση των Μυρίων του Ξενοφώντα στην Τραπεζούντα στις αρχές του 400 πχ, οι οποίοι κατάπληκτοι είδαν ανθρώπους να μιλούν την ίδια γλώσσα μ' αυτούς και να πιστεύουν στους ίδιους θεούς. Στη συνέχεια το Βασίλειο του Πόντου (363-63 πχ), που υπό την ηγεσία του τελευταίου και σημαντικότερου βασιλιά του, Μιθριδάτη ΣΤ του Ευπάτορα κυριαρχεί σ' όλη τη Μ.Ασία, τη Μακεδονία, συμμαχεί με την Αθήνα και απειλεί την ίδια την κοσμοκράτειρα Ρώμη. Ακολουθούν τα ποντιακά ακριτικά τραγούδια, που αντανακλούν την βαθιά ελληνικότητα κι ένα μοναδικό πάθος προς την ελευθερία. Επόμενος σταθμός η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1204-1461), με τη δημιουργία ενός από τα συμπαγέστερα ελληνικά κρατικά μορφώματα του μεσαίωνα, που γεννήθηκε αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και μεγαλούργησε για 2,5 σχεδόν αιώνες. Ακολουθούν οι κλασικοί αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ κατά τον 17ο-18ο αιώνα έχουμε τους μαζικούς εξισλαμισμούς αλλά και το συγκλονιστικό έπος των κρυπτοχριστιανών του Πόντου, για να φτάσουμε στα μέσα του 19ου αιώνα, όπου με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, οι Έλληνες του Πόντου αξιοποιώντας τις μικρές δυνατότητες που τους παρουσιάζονται, φαίνονται σαν να ξυπνούν από ένα βαθύ λήθαργο. Έτσι μπαίνουμε σε μια πορεία εντυπωσιακής οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Το υπάρχον σχολικό δίκτυο είναι πλέον τελείως ανεπαρκές ν' ανταποκριθεί στις πιεστικές ανάγκες για στοιχειωδώς καταρτισμένο προσωπικό, που θα στελεχώσει τις υπο ραγδαία άνοδο εμπορικές κυρίως επιχειρήσεις. Για το λόγο αυτό νέα σχολεία ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια σε κάθε πόλη και χωριό του Πόντου. Κεντρικό ρόλο διαδραματίζει αυτή την περίοδο το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, το αρχαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα και σημείο αναφοράς των Ελλήνων του Πόντου, που ιδρύθηκε ήδη απο το 1682.Με τη σοφή καθοδήγηση του φωτισμένου μητροπολίτη Κωνστάντιου Β' και με τη συνδρομή του συνόλου σχεδόν των Ποντίων, οικοδομείται το νέο κτίριο του Φροντιστηρίου στην αυγή του 20ου αιώνα- που δεσπόζει με τους 4 μεγαλειώδεις ορόφους του στη θάλασσα μέχρι
και σήμερα- και απογειώνει τον ποντιακό ελληνισμό. Η οικονομική και εκπαιδευτική άνοιξη συνεχίζεται μέχρι την έναρξη του 1ου παγκοσμίου πολέμου. Η επικράτηση όμως των Νεοτούρκων, συνιστά την αρχή του τέλους. Από το 1916 αρχίζει η μαρτυρική πορεία των Ελλήνων του Πόντου. Για να επιβιώσουν από τις ορδές των ατάκτων Οθωμανών κυρίως του Τοπάλ Οσμάν, καταφεύγουν στα απρόσιτα ποντιακά βουνά και συγκροτούν το αντάρτικο σωτηρίας. Οι προσπάθειες των Ποντίων με επικεφαλής το Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο για την ίδρυση ανεξάρτητου ποντιακού κράτους με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα, δεν ευοδώνονται. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, 350 περίπου χιλιάδες Ελλήνων οδηγούνται στον όλεθρο. Οι καταθέσεις ξένων αυτοπτών μαρτύρων για τα γεγονότα είναι συγκλονιστικές. Η συνθήκη ανταλλαγής των πληθυσμών που υπογράφεται στις αρχές του 1923, βρίσκει τη μεγάλη πλειοψηφία των Ποντίων στην Ελλάδα, όπου έχουν ήδη μετακινηθεί για ν' αποφύγουν το βέβαιο θάνατο. Ένας ιστορικός κύκλος 30 αιώνων στις απόκρημνες ακτές της ΒΔ Μικράς Ασίας και τις πανύψηλες πλαγιές των ποντιακών ορέων, έκλεινε οριστικά.
Ένα απ' τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της ποντιακής ιστορίας αφορά τους μεταλλουργούς του Πόντου. Είναι γεγονός ότι από τα πανάρχαια χρόνια η ύπαρξη πολυτίμων μετάλλων στο χώρο αυτό του Ευξείνου, υπήρξε ο βασικός παράγοντας προσέλκυσης των Ελλήνων στην περιοχή. Ο μύθος του χρυσόμαλλου δέρατος άλλωστε επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Οι Έλληνες δια μέσου των αιώνων αναδείχθηκαν σε ικανούς τεχνίτες εξόρυξης και κατεργασίας των μετάλλων. Κατά τους οθωμανικούς δε χρόνους οι σουλτάνοι, αξιοποιώντας αυτή την ικανότητά τους, τους δίνουν ειδικά προνόμια-κίνητρα προκειμένου να εξορύσσουν και κατεργάζονται τα μέταλλα. Αυτό δίνει τεράστια ώθηση στην κατ εξοχήν μεταλλοφόρο περιοχή της επαρχίας Χαλδίας, νότια της Τραπεζούντας. Η μεγάλη ποσότητα κοιτασμάτων κυρίως αργύρου στην περιοχή και η ανάγκη όσο το δυνατόν περισσότερου προσωπικού, αλλά προ πάντων τα ειδικά προνόμια που προστατεύουν τους ελληνικούς πληθυσμούς, μετατρέπουν την περιοχή και κυρίως την πρωτεύουσά της Αργυρούπολη σε μαγνήτη προσέλκυσης μεγάλων ελληνικών πληθυσμιακών μαζών και κατά συνέπεια σε σημαντικό οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι κατά την περίοδο της μεγάλης ακμής της(τέλη 18ου αιώνα), η πόλη συγκεντρώνει πληθυσμό 5.000 οικογενειών1 ή άνω των 30.000 κατοίκων2 και κατά μία άλλη άποψη 60.000 κατοίκων3. Οι Έλληνες Αρχιμεταλλουργοί παίρνουν σημαντικές πρωτοβουλίες ενίσχυσης του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής, όπως η ίδρυση ενός μεγάλου αριθμού σχολείων με σημαντικότερο το Φροντιστήριο Αργυρουπόλεως, του οποίου τα ερείπια εντυπωσιάζουν και σήμερα τον επισκέπτη της έρημης πλέον πόλης, καθώς και ενίσχυση των ιστορικών μονών της περιοχής αλλά και οικοδόμηση νέων. Για να κατανοηθεί η τεράστια οικονομική και πολιτιστική σημασία της περιοχής, αρκεί να τονιστεί ότι η Χαλδία κατά τον 17ο και 18ο αιώνα είναι η πλουσιότερη και πιο πολυάνθρωπη επαρχία της Μ. Ασίας.
Η ακμή συνεχίζεται μέχρι το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα, οπότε ακολουθούν νέες, ραγδαίες εξελίξεις: Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828, που αναγκάζει σημαντικό μέρος του ελληνικού πληθυσμού ν' ακολουθήσει τον αποχωρούντα ρωσικό στρατό επειδή είχε εκδηλώσει τα αντιτουρκικά του αισθήματα, σε συνδυασμό με την ανακάλυψη πολυτίμων μετάλλων στη Νότια Αφρική –με συνέπεια να πέσει η αξία των μετάλλων και έτσι να μηδενισθεί και το σχετικό ενδιαφέρον των σουλτάνων- και κατά δεύτερο λόγο η καταστροφή λόγω πλημμύρας του σημαντικότερου σε αξία και αποθέματα πρώτης ύλης μεταλλείου5, συντελούν στη γέννηση ενός μεγάλου αντίστροφου τώρα μεταναστευτικού ρεύματος του ελληνικού πληθυσμού από την Αργυρούπολη προς όλες τις κατευθύνσεις, που συνεχίστηκε καθ' όλο τον 19ο αιώνα, μέχρι ακόμη και την έξοδο του ποντιακού ελληνισμού απ' τις πατρογονικές του εστίες. Το ρεύμα αυτό ενισχύεται σημαντικά από το ξερό και άγονο έδαφος της περιοχής Χαλδίας, που φέρνει σε αδιέξοδο τους Πόντιους, μην αφήνοντάς τους περιθώρια να στραφούν στην καλλιέργεια της γης ή στην κτηνοτροφία. Είναι χαρακτηριστικό επί του προκειμένου, ότι ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα η Αργυρούπολη, έχει τον πληθυσμό που προαναφέρεται, το 1905 έχει 4.000 κατοίκους ενώ το 1914 έχει 3.000, απ΄ τους οποίους 1.600 μόνο είναι Έλληνες, 500 Οθωμανοί και 180 Αρμένιοι.
Το ζήτημα των μεταναστεύσεων από την περιοχή της Χαλδίας απασχόλησε για πολύ καιρό τον ποντιακό ελληνισμό, επειδή στους έντονους ρυθμούς φυγής των κατοίκων έβλεπε ορατό τον κίνδυνο της πλήρους αποδιάρθρωσής του. Δεν υπήρχε όμως δυνατότητα ανακοπής αυτής της μεγάλης ροής εξόδου των κατοίκων της Χαλδίας προς τον Καύκασο, το δυτικό Πόντο καθώς και τις μεταλλοφόρες περιοχές της Μικράς Ασίας. Ο συνεκτικός ιστός όμως των μεταλλουργών μεταναστών με τον τόπο προέλευσής τους ήταν το γεγονός ότι ανήκαν όλοι εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Χαλδίας, της οποίας ο Μητροπολίτης όριζε ένα επίτροπό του, για να χειρίζεται για λογαριασμό του από κοντά τα εκκλησιαστικά πράγματα της περιοχής.
Οι περιοχές της νέας εγκατάστασης βρισκόταν σε διάφορες κατευθύνσεις. Ένα μέρος κατοίκων των πολυάριθμων χωριών της Χαλδίας, κατά το 1828, ακολουθώντας τον αποχωρούντα ρωσικό στρατό, εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Τσάλκας, κοντά στην Τιφλίδα, όπου συγκρότησε μια ομάδα από 43 ελληνικά χωριά. Άλλοι εγκαταστάθηκαν σε διάφορες άλλες περιοχές του Καυκάσου κατά την ίδια εποχή είτε κατά τον κριμαϊκό πόλεμο ( 1856). Συνολικός αριθμός των μεταναστών προς τον Καύκασο:348.0009. Ένα άλλο τμήμα μεταναστών κινήθηκε νοτιοδυτικά και εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Άκ Νταγ Μαντέν, στο νομό Άγκυρας, μεταξύ Άγκυρας και Σεβάστειας, όπου ίδρυσε 30 ελληνικά χωριά.
Άλλες εγκαταστάσεις ήταν τα Κιουμούς Μαντέν στο δυτικό Πόντο, στο νομό Ικονίου το Ντενέκ Μαντέν, το Μπερεκετλί Μαντέν και το Μπουγά Μαντέν Ταύρου).
Να μη λησμονηθεί και η κάθοδος ενός σημαντικού αριθμού μεταναστών στον κάτω ρου του ποταμού της Χαλδίας Κάνη, προς τις παραθαλάσσιες περιοχές της Τρίπολης και του παράλιου αλλά και του μεσόγειου δυτικού Πόντου.
Οι κάτοικοι στους οποίους αναφέρεται ο συγγραφέας, προέρχονται από μεταλλουργούς της κωμόπολης Κορόνιξα ή Κορόξενα της Χαλδίας, κοντά στην Αργυρούπολη.
Η παρούσα μελέτη, διαθέτει τεράστιο σε όγκο πρωτογενές υλικό, στηριζόμενη κατά κύριο λόγο στις προφορικές παραδόσεις Ποντίων κατοίκων που γεννήθηκαν και έζησαν ένα μικρό ή μεγάλο μέρος της ζωής τους στην προαναφερομένη περιοχή. Η αξία της μελέτης στην έρευνα των ποντιακών κοινοτήτων και συνεπώς η συμβολή του συγγραφέα στον τομέα αυτό είναι προφανώς σημαντική.
Η παράθεση μοναδικών ντοκουμέντων αλλά και αμέτρητων παροιμιών και δοξασιών των κατοίκων, βοηθά τον ερευνητή να ανιχνεύσει με ασφάλεια τα ιδεολογικά στοιχεία που συνθέτουν τη ζωή τους, αλλά και τους μηχανισμούς παραγωγής τους.
Η καθαρότητα της περιγραφής καθημερινών περιστατικών μέσα από τη διήγησή τους, δείχνει μια μεγάλη αγάπη και νοσταλγία γι' αυτές τις πατρίδες. Η χρονική δε απόσταση από τα περιγραφόμενα γεγονότα τις εξιδανικεύει. Είναι δε φανερό από τις περιγραφές ότι οι άνθρωποι αυτοί που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ανατολή, δεν πίστεψαν ότι η έξοδός τους ήταν οριστική. Στο βάθος του μυαλού τους είχαν την πεποίθηση ότι κάποτε θα επιστρέψουν στο γενέθλιο τόπο. Γι αυτό το λόγο η οδύνη γινόταν μεγαλύτερη όταν, όσο περνούσε ο χρόνος, απομακρυνόταν όλο και περισσότερο αυτό το ενδεχόμενο. Αυτό μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό από εκείνους που είχαν στενούς συγγενείς αυτής της κατηγορίας.
Οι ποντιακές κοινότητες που βρισκόταν μακριά από τον ιστορικό Πόντο, όπως αυτή που περιγράφεται εδώ, διατήρησαν με πάθος ίσως μεγαλύτερο από άλλες περιπτώσεις, τα πολιτιστικά και ιδεολογικά στοιχεία που συνθέτουν τον ποντιακό ελληνισμό (γλώσσα, θρησκεία, συνείδηση καταγωγής, κλπ). Οι οι ιδέες και αξίες των Ποντίων μεταναστών διατηρήθηκαν ανόθευτες όχι μόνο στη νέα πατρίδα, αλλά και στην Ελλάδα, όπου χωρίς τη θέλησή τους βρέθηκαν. Και αυτό σίγουρα αξιολογείται ως ένα επί πλέον θετικό στοιχείο της μελέτης αυτής.
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ
Νικομήδεια: (τουρκ. Izmit). Πόλη της Βιθυνίας στον Μυχό του Αστακηνού κόλπου. Αποικία των Μεγαρέων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί το 712 π.Χ. Τον 4ο π.Χ. αιώνα η πόλη ονομαζόταν Ολβία και στη συνέχεια Αστακός. Μετά την ίδρυση του Βασιλείου της Βιθυνίας ο Νικομήδης ο Α΄ (281 π.Χ.) οχύρωσε την πόλη και την ονόμασε Νικομήδεια. Τον 1ο αιώνα π.Χ. η πόλη πέρασε στην κυριαρχία των Ρωμαίων. Τον 3ο μ.Χ. αιώνα έγινε η πρωτεύουσα του Ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέχρι την κτίση της Κωνσταντινουπόλεως. Στον "Συνέκδημο του Ιεροκλέους" (6ος αι. μ.Χ.) η πόλη αναφέρεται δεύτερη (πρώτη η Χαλκηδόνα) μεταξύ των 16 πόλεων της Επαρχίας Ποντικής α΄. Το 1337 μ.Χ. η πόλη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς.
Νικομηδείας μητρόπολη: Ως πρώτος Επίσκοπος Νικομηδείας φέρεται ο Πρόχορος, ένας από τους επτά Διακόνους. Στα Τακτικά η Μητρόπολη Νικομηδείας κατέχει σταθερά την 7η θέση εκτός μιας περιπτώσεως κατά την οποία βρίσκεται στην 8η θέση. Υπήρξε σημαντική Μητρόπολη με αρκετές Επισκοπές. Κατά την Οθωμανική περίοδο έμεινε μόνο η Επισκοπή Απολλωνιάδος, η οποία με το πέρασμα του χρόνου εξέλιπε και αυτή καθώς συγχωνεύθηκε με τη Μητρόπολη Νικομηδείας. Έτσι κατά την Οθωμανική περίοδο η Μητρόπολη Νικομηδείας περιλάμβανε δύο ξεχωριστά μεταξύ τους τμήματα ένα της Νικομηδείας και ένα της Απολλωνιάδος.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Μητρόπολη Νικομηδείας περιλάμβανε τους κατωτέρω οικισμούς:
κθ) Κιουπλίτς (Küplük) από τη σημερινή Επαρχία Kocaali (Κοτζά Αλί) του Νομού Sakarya (Σαγγαρίου)
No comments:
Post a Comment