| ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
|
Μάνα μου ήταν η Ευσεβία η Τσακάλα η οποία κατάγονταν από το Γενή Ντάγ το οποίο ήταν δίπλα στην Κουρούντερε. Το Γενή Ντάγ ήταν μικρό χωριό και έλεγε η μάνα μου ότι ο πατέρας της ασχολούνταν με την γεωργία την κτηνοτροφία και την υλοτομία.
Το χωριό είχε πέντε μαχαλάδες, τον Τσιφτσόγλου, των Γαβζάντων, του Κοτανίκ, των Τεκέντων και τον Τεπέ μαχαλά.
Η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και την ημέρα της γιορτής του, τα παλικάρια του χωριού έκαναν παλαίστρες και πάλευαν μεταξύ τους.
Οι κάτοικοι του χωριού ήταν παλικαράδες και κακοποιά στοιχεία, κλέφτες και ληστές απέφευγαν να το πληγιάσουν.
Δυστυχώς όμως όταν άρχισε ο πόλεμος άρχισαν και τα προβλήματά μας. Όταν μάθαμε τα νέα ότι έχασε ο Ελληνικός στρατός συγκεντρωθήκαμε το βράδυ στην περιοχή Καβλάρ Ντερέ και αφού περάσαμε τον Σακαριοπόταμο, με την βοήθειά του Καπετάν Φωτιάδη που έσωσε πολλές ψυχές, φτάσαμε στην Νικομήδεια.
Εμένα που ήμουν πολύ μικρή με κρατούσε στους ώμους του ο πατέρας μου ενώ ο αδελφός του πατέρα του ο Παπά Αναστάσης πήρε από την εκκλησία τα δυο εξαπτέρυγα και τα έφερε στην πατρίδα.
Από εκεί το πλοίο μας πήγε στην Πελοπόννησο όπου παραμείναμε για λίγο καιρό κάτω από άθλιες καταστάσεις. Με το τραίνο φύγαμε και πήγαμε στην Μακεδονία και εγκατασταθήκαμε στο Έλεβιτς την σημερινή Λεβαία Αμυνταίου.
Στην Λεβαία πήγα σχολείο 2-3 χρόνια και μετά το παράτησα. Προτιμούσα να βοηθώ τον πατέρα μου στις δουλειές του, και όλη την ημέρα βοσκούσα στα τσαΐρια τα βουβάλια μας.
Υπήρχε μεγάλη φτώχεια και ο καημένος ο πατέρας μου έκανε πολλές δουλειές για να μπορέσει να μας ζήσει. Εκτός από την γεωργία, πήγαινε και σε ένα νταμάρι , έσπαγε πέτρες και τις πουλούσε. Τα βράδια τον θυμάμαι που έπαιρνε την τουλούμπα του και μας έπαιζε ποντιακά τραγούδια. Καλός άνθρωπος ο πατέρας μου αλλά και πεισματάρης. Όταν μεγάλωσα με ζήτησε σε γάμο ένας Θρακιώτης αλλά ο πατέρας μου δεν τον ήθελε. --Εσέν θα δείγοσε σε τεμέτερον παιδί όχι σε Θρακιώτη μου έλεγε. Το ξύλο που έφαγα θα μου μείνει αλησμόνητο. Αλλά το πείσμα μου το έκανα, αν και δεν τον αγαπούσα τον Κωνσταντινίδη Γιάννη τον πήρα με το ζόρι.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
Ο παππούς ο Κώστας
είναι ο τελευταίος των Μοϊκανών στο
χωριό μου, την Λακκιά Φλωρίνης, από
αυτούς οι οποίοι γεννήθηκαν στα Ιερά Χώματα της Μικράς Ασίας. Γεννήθηκε το 1918 στην Κουρούντερε της περιοχής του Ατάπαζαρ.
<< Ο πατέρας μου Γιώργο πούλιμ, ονομάζονταν
ΤσανακτσίδηςΔημήτρης και η μάνα μου η Παρθένα, και ζούσαμε σε ένα από τα 14 χωριά του Ατάπαζαρ την
Κουρούντερε, που στα Ελληνικά σημαίνει Ξηροπόταμος. Το όνομά του το πήρε από ένα ξερό ποτάμι που χώριζε το χωριό στα
δύο.
Στην περιοχή αυτή εγκαταστάθηκαν οι προπάπποι μου κατά το 1850-70 προερχόμενοι από την περιοχή
της Γάβζας του Πόντου, γι΄αυτόν τον λόγο τους ονόμαζαν Γαβζάντηδες.
Από ότι μου έλεγε ο πατέρας μου, επειδή
υπήρχαν πολλοί χωριανοί, με το ίδιο όνομα, όταν ήρθαμε στην Ελλάδα το
αλλάξαμε σε Παπαδόπουλος, για να δείξουμε ότι κρατάμε από παπαδική οικογένεια.
Και στα άλλα χωριά συναντούσαμε Τσανακτσίδηδες, διότι οι
περισσότερο ασχολούνταν με την κατασκευή τσανακιών, ξύλινων πιάτων, σκαφών, και
έτσι έπαιρναν αυτό το όνομα, σύμφωνα με την εργασία τους.
Όταν ήρθαν στην περιοχή, άρχισαν να ξεχερσώνουν τις διάφορες
βουνοπλαγιές και τις έκαναν χωράφια, φυτεύοντας καλαμπόκια ,δημητριακά και
αργότερα φουντουκιές. Ο πατέρας μου γνώριζε
και μια άλλη τέχνη που του απέφερε χρήματα, έφτιαχνε ξύλινα τσόκαρα. Ο πεθερός του, του χάρισε
ένα άλογο και με αυτό γύριζε σε όλα τα
χωριά και τα πουλούσε.
Το βράδυ έρχονταν
κατακουρασμένος και μας
έφερνε τρόφιμα και ψώνια για το σπίτι.
Ήμασταν μεγάλη οικογένεια, εγώ, ο αδελφός μου ο Γιάννης, ο Θοδωρής που πέθανε
πολύ νέος και οι αδελφές μου Συμέλα και Φωτεινή.
Ανήσυχο πνεύμα όπως
ήταν, δίπλα στο ποτάμι έχτισε έναν μύλο και άλεθε καλαμπόκια και σιτάρια. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, πολλές
φορές κρυβόμασταν στα ορμάνια, για να αποφύγουμε τις επιδρομές των Τσετών, οι οποίοι
ρήμαζαν και λεηλατούσαν όλα τα Ελληνικά
χωριά.
Θυμάμαι καλά την μέρα εκείνη που αναγκαστήκαμε να
εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας και να φύγουμε για την Ελλάδα.
Ο θείος μου ο παπά Αριστείδης πήρε τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας και κάποιες
εικόνες και τα φόρτωσε σε ένα κάρο για να τα μεταφέρει στην Ελλάδα.
<< Να έχουμε κάτι από εκκλησία μας στην καινούργια μας
πατρίδα>>.
Ο μπαμπάς μου , μας έβαλε πάνω στο κάρο και ξεκινήσαμε για την Νικομήδεια.
Πρόβλημα μπροστά μας ο Σαγγάριος ποταμός. Οι μεγάλοι έσφιγγαν πάνω τους τα
παιδιά για να μη τα χάσουν. Εμένα, που ήμουν και ο
πιο μικρός με πήρε στους ώμους του ο συγχωρεμένος ο θείος μου ο Δαμιανός και με
πέρασε στην απέναντι όχθη. Φθάσαμε στην Νικομήδεια που ήταν ακόμη ελεύθερη και παραμείναμε λίγες μέρες κάτω από άθλιες συνθήκες.
Το καράβι που ήρθε για να μας σώσει, μας μετέφερε στην Λέσβο,
όπου εγκατασταθήκαμε για αρκετό χρονικό διάστημα. Επόμενος σταθμός μας ήταν
η Ελλάδα και μετά από περιπλάνηση αρκετών μηνών σε διάφορα μέρη , μας
μετέφεραν στην Μαλακάσα και από εκεί με το τρένο στο Βαλτοχώρι του νομού
Λάρισας. Θυμάμαι που έτρεχα δίπλα στις όχθες του ποταμού
Πηνειού κυνηγώντας πεταλούδες, και επειδή δεν μπορούσα να τις πιάσω έκλαιγα ασταμάτητα, με αποτέλεσμα
να με δέρνει η μάνα μου.
Στο Βαλτοχώρι, όνομα και πράμα, είχε πολλά κουνούπια με επακόλουθο να
αρρωστήσουν πολλοί συγχωριανοί μας και
να πεθάνουν.
Έφυγαν οι καημένοι από τα σπίτια τους, πέρασαν τόσες
δοκιμασίες και πέθαναν ξεχασμένοι από ελονοσία σε κάποιο χωριό της Λάρισας. Οι επικεφαλείς και αρχηγοί της ομάδας μας ο Παπά Αναστάσης
και ο δάσκαλος του χωριού ο Γρηγοριάδης
αποφάσισαν να φύγουν για την Μακεδονία
για να ψάξουν μέρη με καλύτερο κλίμα. Με το τρένο έφθασαν στο Αμύνταιο και από εκεί στην Λακκιά.
Τους άρεσε η τοποθεσία του χωριού αλλά και το καλό του κλίμα.
Έμαθαν ότι οι κάτοικοί του ασχολούνταν με
την γεωργία και την κτηνοτροφία, όπως ακριβώς και οι ίδιοι.
<< Αδακά θα έρχουμες είπε ο Παπά Αναστάσης. Έχ και το
τρένο για να ταξιδεύομε και το κλίμα νατ
εν καλό>>.
Έτσι με αυτά τα καλά νέα γύρισαν στο Βαλτοχώρι, πήραν τους
χωριανούς τους και με το τρένο έφθασαν
στην Λακκιά.
Στο χωριό ζούσαν ακόμη Τούρκοι οι οποίοι μας φιλοξένησαν για
αρκετό χρονικό διάστημα, μέχρι που με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών έφυγαν για
την Μικρά Ασία και έτσι εγκατασταθήκαμε εμείς στα σπίτια τους. Δουλέψαμε σκληρά στα χωράφια, βάλαμε καπνά και καλαμπόκια και
ορθοποδήσαμε. Ο πατέρας μου που είχε
εμπορικό πνεύμα, άνοιξε ένα μεγάλο παντοπωλείο και ένα καφενείο που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των χωριανών
μας.
Ο παπά Αναστάσης
τοποθέτησε τα εξαπτέρυγα και διάφορες εικόνες που έφερε από το χωριό,
στην νέα εκκλησία που έφερε και αυτή το όνομα του Στρατηλάτη Αγίου Γεωργίου. Καλά περνούσαμε στην νέα μας πατρίδα, αλλά ποτέ μου δεν θα
ξεχάσω τους αναστεναγμούς και τα κλάματα των γονιών μου για το χωριό τους που είχαν χάσει.
<< Εκεί εν θαμέν ο πάπομ και η γιάγια μ και ούλ οι
συγγενείς, μοιρολογούσε η μάναμ
>>.
Εν τω μεταξύ τα χρόνια περνούσαν και το 1941 πήγα φαντάρος. Όταν απολύθηκα με έκαναν
προξενιό την Θωμαή της οποίας η καταγωγή
ήταν από το Ταχταλή της Προύσας. Παντρευτήκαμε , και κάναμε τρία κορίτσια, όλα πανέμορφα όπως η μάνα τους. Μεγαλώσαμε Γιώργο, ήδη πάτησα τα 93 και ελπίζω ο θεός να μας έχει καλά και να
αποφύγουμε τις μεγάλες αρρώστιες. Έχασα δυστυχώς το ένα
μου κορίτσι την Ρούλα, μεγάλος πόνος για έναν γονιό, αλλά έχω τα άλλα δυο που μας φροντίζουν. Άλλα δεν έχω να σου πω, και σε ευχαριστώ που με
θυμήθηκες>>.
Η κυρά
Θωμαή μας κέρασε καφέ, συζητήσαμε λίγο για τους γονείς της στην
γειτονιά των οποίων είχα περάσει τα παιδικά μου χρόνια, και θυμηθήκαμε
παλιές ιστορίες. Τους ευχήθηκα να είναι πάντα υγιείς, τους φίλησα το χέρι και έφυγα.
Παπαδόπουλος Κώστας
Κουρούντερε Ατάπαζαρ.
ΤΣΑΝΑΚΤΣΙΔΟΥ –ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ
Η
γιαγιά Τσανακτσίδου Σοφία είναι 92 ετών
και κατάγεται από το χωριό Κουρούντερε
του Ατάπαζαρ, όπου γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1920. Τουλάχιστον αυτό αναφέρει η ταυτότητά της.
Την
θυμάμαι όταν περνούσε μπροστά από το σπίτι μας στην Λεβαία, πηγαίνοντας κάθε
Κυριακή στην εκκλησία. Μια δυναμική, μικρή το δέμας γυναίκα με μεγάλη καρδιά και ψυχή.
-
Έκειτι
Γιορίκα ετράνηναμε. Θυμάσε που ερχόσουν στο σπίτι της Πατουρκιουτουρίνας ή της Τσενεκλάβας της
Μαρίας , έπιναμε καϊβέ και λέγαμε αστεία?
Γέρασα
αλλά δόξα τον πανάγαθο είμαι καλά σην υγείαμ.
Πατέρας μου ήταν ο Τσανακτσίδης ο Αναστάσης, ο οποίος
φορούσε στο κεφάλι του ένα μπασλίτς,
επειδή ήταν φαλακρός.
Όλοι
τον γνώριζαν στο χωριό σαν Κέλναστας και σαν
τουλούμπατζη. Θυμάσαι Γιορίκα τον πατέραμ που σε κάθε γιορτή, πανηγύρι
και γλέντι γυρνούσε το χωριό παίζοντας την τουλούμπα?
--
Είχαμε επίσης και πολλές
φουντουκιές και το καλοκαίρι μικροί
μεγάλοι μαζεύαμε τα φουντούκια και τα πουλούσαμε στην Καράσου.
Εγώ θυμάμαι λίγα πράγματα, ήμουν πολύ μικρή. Η
εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Χαράλαμπο και από ότι έλεγε η μάνα μου
την μέρα της γιορτής του, κάναμε μεγάλο πανηγύρι.
Η
Κουρούντερε από ότι έλεγε ο πατέρας μου
ήταν μεγάλο χωριό, με 120 οικογένειες οι οποίες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην
περιοχή το 1870 από την περιοχή Χαψάμανα της Ορντού. Είχε πολλούς τεχνίτες,
αραμπατζήδες, σιδεράδες, τενεκετζήδες υλοτόμους.
--Ναι,τάχα δεν τον αγαπούσε πετάχτηκε η κόρη της η Σούλα. Δέκα παιδιά έκανε μαζί του,φαντάσου και να τον αγαπούσε.
Σηκώθηκα να φύγω , με αγκάλιασε σφιχτά , με φίλησε και είπε.
--Ευχαριστώ πουλίμ που δεν με ξεχνάς, εγώ εσέν αγαπώσε πάρα πολύ.
Φίλησα και εγώ την γιαγιά την Σοφία της ευχήθηκα να τα εκατοστήσει και έφυγα για άλλον προορισμό..
Τσανακτσίδου Σοφία
Κουρούντερε Ατάπαζαρ
Αφιέρωμα στην Δέσποινα Παπαδοπούλου.
Γεννήθηκε το 1907 στην Κουρουντερε χωριό του Αταπαζαρ του Πόντου και εκοιμήθη εν Κυρίω στις 20-4-1968 στην Λακκια (Λεβαία) Φλωρίνης. Οφείλουμε να μην σε ξεχάσουμε ποτέ. Θα σε τιμούμε πάντα. Με την μαρτυρία της απαιτήσαμε εντός του Ευρωκοινοβουλίου στην πόλη των Βρυξελλών, την διεθνοποίηση της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από τους Τούρκους.
Ονομάζομαι Παναγιώτης Καλταβερίδης
με προγονική καταγωγή απο την Κουρούντερε του Ατάπαζαρ. Ο παππούς μου Παναγιώτης εγκαταστάθηκε στο χωριό Ξηροπόταμος Θεσσαλονίκης μαζί με την οικογένειά του, συγγενείς και συγχωριανούς του απο την Κουρούντερε. Στο σόϊ μας είχαμε και έχουμε και τώρα συγγενείς που φέρουν τα επίθετα κοτζαγερίδη και Σαρηγιαννίδη, το 1981 με προτροπή του πατέρα μου Παύλου (αστυνομικός) επισκέφθηκα νεαρός μόνιμος αξιωματικός του Στρατού το χωριό Λακκιά και εγνώρισα συγγενείς μου, ενθυμούμαι τον αγροφύλακα Χρήστο Καλταβερίδη και τον Σάββα Κοτζαγερίδη, ο οποίος ήταν άρρωστος στο κρεββάτι, ένας άνδρας πολύ ψηλός και γεροδεμένος.
Αφιέρωμα στην Δέσποινα Παπαδοπούλου.
Γεννήθηκε το 1907 στην Κουρουντερε χωριό του Αταπαζαρ του Πόντου και εκοιμήθη εν Κυρίω στις 20-4-1968 στην Λακκια (Λεβαία) Φλωρίνης. Οφείλουμε να μην σε ξεχάσουμε ποτέ. Θα σε τιμούμε πάντα. Με την μαρτυρία της απαιτήσαμε εντός του Ευρωκοινοβουλίου στην πόλη των Βρυξελλών, την διεθνοποίηση της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από τους Τούρκους.
Γ.Μπασούρης
Ο πάπομ ο Αρναούτης
Αφήγηση Κοτζαερίδη Αναστασίου
Λακκιά Αμυνταίου
Εγώ Γιώργο πούλιμ εγεννέθα το 1906 στην Κουρούντερε του Ατάπαζαρ. Από ότι έλεγε η μάνα μου η Ουρανί, στο χρονικό διάστημα 1850-1870, πολλές οικογένειες από της περιοχές του Πόντου και συγκεκριμένα από τα χωριά της Ορντού, της Αργυρούπολης, και από άλλα μέρη, αποφάσισαν να αφήσουν τα σπίτια τους και σιγά σιγά να μεταφερθούν στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ της παραθαλάσσιας πόλης Καράσου και του Ατάπαζαρ, όπου έκτισαν 14 χωριά.
Οι λόγοι της εσωτερικής αυτής μετανάστευσης ήταν διάφοροι και οι περισσότεροι οικονομικοί. Την εποχή εκείνη είχαν κλείσει τα μεταλλεία της Χαλδίας, όπου εργάζονταν πολλοί Έλληνες, γεγονός που τους ανάγκασε να μεταναστεύσουν αλλού προς επιβίωση.Υπήρχαν επίσης κάποια δυσάρεστα γεγονότα και συγκρούσεις με τους Τούρκους της περιοχής, οπότε για να αποφύγουν την εκδικητική μανία τους πήγαν στην περιοχή του Ατάπαζαρ, όπου είχαν καταφύγει πολλοί συγγενείς και χωριανοί, οι οποίοι τους συνιστούσαν να πάρουν την απόφαση και να πάνε κοντά τους.
Οι περισσότεροι ήταν υλοτόμοι, και η περιοχή του Ατάπαζαρ με τα πολλά δάση και ποτάμια, ήταν η πλέον κατάλληλη γι΄αυτούς.
Στο χωριό μας υπήρχαν πολλά σόγια με το όνομα Αθανασιάδης και κάποτε αποφάσισαν να το αλλάξουν για να μη μπερδεύονται μεταξύ τους. Στο δικό μας σόι υπήρχε ένα γεροδεμένος άνδρας ο Γιώργης- Κοτζά Γιώργης- και από αυτό πήραμε το όνομα Κοτζαγερίδης, ενώ το άλλο σόι είχαν έναν ξανθό Γιάννη, που τους έδωσε το επίθετο Σαρηγιαννίδης.
Περίπου το 1870 οι γονείς μου, ο Γιάννες Κοτζαγερίδης και η μάνα μου η Ουρανία Αποστολίδου, μαζί με άλλους συγγενείς έφυγαν από την πατρίδα τους την Χαψάμανα της Ορντού και κατέβηκαν στα νεοσύστατα χωριά της περιοχής Καράσου- Ατάπαζαρ και εγκαταστάθηκαν στην Κουρούντερε που σημαίνει ξεροπόταμος, εξ αιτίας ενός ξεροπόταμου που χώρισε το χωριό στα δύο.
Η Κουρούντερε, όπως και τα άλλη χωριά ήταν κτισμένη πάνω σε καταπράσινα βουνά που τα διέσχιζε ο ποταμός Καράσου που χύνονταν στην Μαύρη θάλασσα. Μικρά παιδιά παίζαμε στα ορμάνια, βοσκώντας πρόβατα ή βόδια, και πλατσουρίζαμε στα νερά των παραπόταμων και των ρυακιών.
Οι γονείς μας, για να μην απομακρυνόμασταν από το χωριό και χαθούμε, μας διηγούνταν ιστορίες με κακά πνεύματα τους χοτλάχηδες και ξωτικά, τις περιβόητες και κακές ταβάρες, οι οποίες προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κάνουν κακό στους ανθρώπους.
Τα βράδια έρχονταν και στα σπίτια, και αλλοίμονο αν άφηνε κανείς την πόρτα του ανοιχτή και κοιμόταν ανάσκελα. Οι ταβάρες έμπαιναν στα υπνοδωμάτια και χοροπηδούσαν πάνω στα στήθη του ανθρώπου, μέχρι που να σκάσει.
Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν υλοτόμοι. Έκοβαν τα δέντρα και τα πετούσαν στον ποταμό Καράσου ο οποίος τα μετέφερε στην Μαύρη θάλασσα, από την οποία τα έπαιρναν και τα πουλούσαν.
Μια μέρα ο πατέρας μου ο Γιάννες και ο αδελφός του ο Σάββας πήγαν στο βουνό για να κόψουν ξύλα και να τα ρίξουν στο ποτάμι. Από απροσεξία του ο Σάββας έπεσε μέσα στα ορμητικά νερά του ποταμού, και ο Γιάννες έπεσε και αυτός στο ποτάμι για να σώσει τον αδελφό του που πνίγονταν.
Μάταια όμως. Τα ορμητικά νερά παρέσυραν τα αδέλφια, που δεν κατάφεραν να σωθούν και τα άψυχα κορμιά τους τα βρήκαν αργότερα στην θάλασσα.
Θρήνος και οδυρμός για το σόι των Κοτζαγερίδηδων. Η Ουρανία η μάνα μου, έμεινε χήρα έχοντας να θρέψει μόνη της 7 παιδιά. Ευτυχώς ήταν μεγάλα και βοηθούσαν δουλεύοντας σκληρά σε διάφορες δουλειές.
Όταν μάθαμε ότι ο Ελληνικός στρατός ήρθε στην Μικρά Ασία, χαρήκαμε πολύ που θα απελευθερωνόμασταν. Εμείς ήμασταν όμως μακριά από το Μέτωπο, έρμαιο στα χέρια των άτακτων τσετών, οι οποίοι λεηλατούσαν τα ελληνικά χωριά.
Μια μέρα ακούσαμε ένα φρικτό γεγονός που μας συγκλόνισε όλους. Οι Τούρκοι στρατολόγησαν περίπου 100 Έλληνες από τα χωριά μας, με την δικαιολογία ότι θα έκαναν έργα στην περιοχή του Κοτζάααλι. Έτσι με αξίνες και τσάπες, τα παλικάρια μας πήγαν στην περιοχή, όπου δέχθηκαν επίθεση από τους Τούρκους τσέτες.
Σκοτώθηκαν πάρα πολλά παλικάρια. Όσοι κατάφεραν να γλυτώσουν πήγαν στα χωριά τους και διηγήθηκαν το αποτρόπαιο έγκλημα. Όλοι καταλάβαμε ότι ήρθε η ώρα να εγκαταλείψουμε τα χωριά μας και να φύγουμε για την Ελλάδα.
Μέσω της Νικομήδειας περάσαμε στην Λέσβο και μετά από πολλές κακουχίες πήγαμε στην Πελοπόνησσο και μετά στην Μακεδονία, στο χωριό Έλεβιτς, όπου μας έδωσαν σπίτια Τούρκων και χωράφια να καλλιεργήσουμε για να επιβιώσουμε. Άλλες οικογένειες εγκαταστάθηκαν στο χωριό Νούδα του Λαγκαδά το οποίο μετονόμασαν σε Ξηροπόταμο.
Ο παπάς του χωριού Ο Αριστείδης και η Κυρά Δέσποινα Παπαδοπούλου, είχαν πάρει μαζί τους τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας μας, το Ευαγγέλιο και άλλες εικόνες και τις εναπόθεσαν στην νέα μας εκκλησία που χτίσαμε και την αφιερώσαμε και αυτήν στον Άγιο Γεώργιο.
Κάθε Κυριακή, κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας βλέπαμε τα Ιερά αυτά κειμήλια και κλαίγαμε από συγκίνηση, ενθυμούμενη την αξέχαστη πατρίδα μας.
Δυστυχώς όμως την περίοδο της χούντας, πέρασαν πολλοί παπάδες από το χωριό μας, οι οποίοι όταν έφυγαν, έπαιρνε ο καθένας και το πεσκέσι του. Έτσι εξαφανίστηκαν πολλές παλιές εικόνες και το Ιερό Ευαγγέλιο.
Παρέμειναν τα δύο εξαπτέρυγα για να μας θυμίζουν την ωραία μας πατρίδα. Έμαθα ότι η Κουρούντερε μεγάλωσε και έγινε το κεφαλοχώρι της περιοχής, αλλά δυστυχώς τα σπίτια και η εκκλησία καταστράφηκαν.
Οι τωρινοί κάτοικοι ασχολούνται με την παραγωγή φουντουκιών και είναι ιδιαίτερα φιλόξενοι σε αυτούς που την επισκέπτονται.
Εγώ στην Λακκιά παντρεύτηκα την Κυριακή από το Γενή Ντάγ και έκανα 6 παιδιά, με τα οποία δουλέψαμε σκληρά και καταφέραμε να επιβιώσουμε.
Οι λόγοι της εσωτερικής αυτής μετανάστευσης ήταν διάφοροι και οι περισσότεροι οικονομικοί. Την εποχή εκείνη είχαν κλείσει τα μεταλλεία της Χαλδίας, όπου εργάζονταν πολλοί Έλληνες, γεγονός που τους ανάγκασε να μεταναστεύσουν αλλού προς επιβίωση.Υπήρχαν επίσης κάποια δυσάρεστα γεγονότα και συγκρούσεις με τους Τούρκους της περιοχής, οπότε για να αποφύγουν την εκδικητική μανία τους πήγαν στην περιοχή του Ατάπαζαρ, όπου είχαν καταφύγει πολλοί συγγενείς και χωριανοί, οι οποίοι τους συνιστούσαν να πάρουν την απόφαση και να πάνε κοντά τους.
Οι περισσότεροι ήταν υλοτόμοι, και η περιοχή του Ατάπαζαρ με τα πολλά δάση και ποτάμια, ήταν η πλέον κατάλληλη γι΄αυτούς.
Στο χωριό μας υπήρχαν πολλά σόγια με το όνομα Αθανασιάδης και κάποτε αποφάσισαν να το αλλάξουν για να μη μπερδεύονται μεταξύ τους. Στο δικό μας σόι υπήρχε ένα γεροδεμένος άνδρας ο Γιώργης- Κοτζά Γιώργης- και από αυτό πήραμε το όνομα Κοτζαγερίδης, ενώ το άλλο σόι είχαν έναν ξανθό Γιάννη, που τους έδωσε το επίθετο Σαρηγιαννίδης.
Περίπου το 1870 οι γονείς μου, ο Γιάννες Κοτζαγερίδης και η μάνα μου η Ουρανία Αποστολίδου, μαζί με άλλους συγγενείς έφυγαν από την πατρίδα τους την Χαψάμανα της Ορντού και κατέβηκαν στα νεοσύστατα χωριά της περιοχής Καράσου- Ατάπαζαρ και εγκαταστάθηκαν στην Κουρούντερε που σημαίνει ξεροπόταμος, εξ αιτίας ενός ξεροπόταμου που χώρισε το χωριό στα δύο.
Η Κουρούντερε, όπως και τα άλλη χωριά ήταν κτισμένη πάνω σε καταπράσινα βουνά που τα διέσχιζε ο ποταμός Καράσου που χύνονταν στην Μαύρη θάλασσα. Μικρά παιδιά παίζαμε στα ορμάνια, βοσκώντας πρόβατα ή βόδια, και πλατσουρίζαμε στα νερά των παραπόταμων και των ρυακιών.
Οι γονείς μας, για να μην απομακρυνόμασταν από το χωριό και χαθούμε, μας διηγούνταν ιστορίες με κακά πνεύματα τους χοτλάχηδες και ξωτικά, τις περιβόητες και κακές ταβάρες, οι οποίες προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κάνουν κακό στους ανθρώπους.
Τα βράδια έρχονταν και στα σπίτια, και αλλοίμονο αν άφηνε κανείς την πόρτα του ανοιχτή και κοιμόταν ανάσκελα. Οι ταβάρες έμπαιναν στα υπνοδωμάτια και χοροπηδούσαν πάνω στα στήθη του ανθρώπου, μέχρι που να σκάσει.
Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν υλοτόμοι. Έκοβαν τα δέντρα και τα πετούσαν στον ποταμό Καράσου ο οποίος τα μετέφερε στην Μαύρη θάλασσα, από την οποία τα έπαιρναν και τα πουλούσαν.
Μια μέρα ο πατέρας μου ο Γιάννες και ο αδελφός του ο Σάββας πήγαν στο βουνό για να κόψουν ξύλα και να τα ρίξουν στο ποτάμι. Από απροσεξία του ο Σάββας έπεσε μέσα στα ορμητικά νερά του ποταμού, και ο Γιάννες έπεσε και αυτός στο ποτάμι για να σώσει τον αδελφό του που πνίγονταν.
Μάταια όμως. Τα ορμητικά νερά παρέσυραν τα αδέλφια, που δεν κατάφεραν να σωθούν και τα άψυχα κορμιά τους τα βρήκαν αργότερα στην θάλασσα.
Θρήνος και οδυρμός για το σόι των Κοτζαγερίδηδων. Η Ουρανία η μάνα μου, έμεινε χήρα έχοντας να θρέψει μόνη της 7 παιδιά. Ευτυχώς ήταν μεγάλα και βοηθούσαν δουλεύοντας σκληρά σε διάφορες δουλειές.
Όταν μάθαμε ότι ο Ελληνικός στρατός ήρθε στην Μικρά Ασία, χαρήκαμε πολύ που θα απελευθερωνόμασταν. Εμείς ήμασταν όμως μακριά από το Μέτωπο, έρμαιο στα χέρια των άτακτων τσετών, οι οποίοι λεηλατούσαν τα ελληνικά χωριά.
Μια μέρα ακούσαμε ένα φρικτό γεγονός που μας συγκλόνισε όλους. Οι Τούρκοι στρατολόγησαν περίπου 100 Έλληνες από τα χωριά μας, με την δικαιολογία ότι θα έκαναν έργα στην περιοχή του Κοτζάααλι. Έτσι με αξίνες και τσάπες, τα παλικάρια μας πήγαν στην περιοχή, όπου δέχθηκαν επίθεση από τους Τούρκους τσέτες.
Σκοτώθηκαν πάρα πολλά παλικάρια. Όσοι κατάφεραν να γλυτώσουν πήγαν στα χωριά τους και διηγήθηκαν το αποτρόπαιο έγκλημα. Όλοι καταλάβαμε ότι ήρθε η ώρα να εγκαταλείψουμε τα χωριά μας και να φύγουμε για την Ελλάδα.
Μέσω της Νικομήδειας περάσαμε στην Λέσβο και μετά από πολλές κακουχίες πήγαμε στην Πελοπόνησσο και μετά στην Μακεδονία, στο χωριό Έλεβιτς, όπου μας έδωσαν σπίτια Τούρκων και χωράφια να καλλιεργήσουμε για να επιβιώσουμε. Άλλες οικογένειες εγκαταστάθηκαν στο χωριό Νούδα του Λαγκαδά το οποίο μετονόμασαν σε Ξηροπόταμο.
Ο παπάς του χωριού Ο Αριστείδης και η Κυρά Δέσποινα Παπαδοπούλου, είχαν πάρει μαζί τους τα εξαπτέρυγα της εκκλησίας μας, το Ευαγγέλιο και άλλες εικόνες και τις εναπόθεσαν στην νέα μας εκκλησία που χτίσαμε και την αφιερώσαμε και αυτήν στον Άγιο Γεώργιο.
Κάθε Κυριακή, κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας βλέπαμε τα Ιερά αυτά κειμήλια και κλαίγαμε από συγκίνηση, ενθυμούμενη την αξέχαστη πατρίδα μας.
Δυστυχώς όμως την περίοδο της χούντας, πέρασαν πολλοί παπάδες από το χωριό μας, οι οποίοι όταν έφυγαν, έπαιρνε ο καθένας και το πεσκέσι του. Έτσι εξαφανίστηκαν πολλές παλιές εικόνες και το Ιερό Ευαγγέλιο.
Παρέμειναν τα δύο εξαπτέρυγα για να μας θυμίζουν την ωραία μας πατρίδα. Έμαθα ότι η Κουρούντερε μεγάλωσε και έγινε το κεφαλοχώρι της περιοχής, αλλά δυστυχώς τα σπίτια και η εκκλησία καταστράφηκαν.
Οι τωρινοί κάτοικοι ασχολούνται με την παραγωγή φουντουκιών και είναι ιδιαίτερα φιλόξενοι σε αυτούς που την επισκέπτονται.
Εγώ στην Λακκιά παντρεύτηκα την Κυριακή από το Γενή Ντάγ και έκανα 6 παιδιά, με τα οποία δουλέψαμε σκληρά και καταφέραμε να επιβιώσουμε.
Αφήγηση Κοτζαερίδη Αναστασίου
Λακκιά Αμυνταίου
Λακκιά Αμυνταίου
Ονομάζομαι Παναγιώτης Καλταβερίδης
με προγονική καταγωγή απο την Κουρούντερε του Ατάπαζαρ. Ο παππούς μου Παναγιώτης εγκαταστάθηκε στο χωριό Ξηροπόταμος Θεσσαλονίκης μαζί με την οικογένειά του, συγγενείς και συγχωριανούς του απο την Κουρούντερε. Στο σόϊ μας είχαμε και έχουμε και τώρα συγγενείς που φέρουν τα επίθετα κοτζαγερίδη και Σαρηγιαννίδη, το 1981 με προτροπή του πατέρα μου Παύλου (αστυνομικός) επισκέφθηκα νεαρός μόνιμος αξιωματικός του Στρατού το χωριό Λακκιά και εγνώρισα συγγενείς μου, ενθυμούμαι τον αγροφύλακα Χρήστο Καλταβερίδη και τον Σάββα Κοτζαγερίδη, ο οποίος ήταν άρρωστος στο κρεββάτι, ένας άνδρας πολύ ψηλός και γεροδεμένος.
No comments:
Post a Comment