Sunday, 28 April 2019

Οικογένεια Παπαδοπουλαίων

   Ιστορική Αναδρομή 18ος Αιώνας 
Βρισκόμαστε στο 18ο πλέον αιώνα και αφηγούμαστε την  ιστορία των Παπαδοπουλαίων ή Παπαζογλάντ ή Παπαδάντ ή Κοροξενάντ, (ανιόντες συγγενείς πρόγονοι από την πλευρά της μητέρας μου), που αποτελούν τις πολυπληθέστερες οικογένειες στον Πόντο.  Έκαστος  πρωτότοκος γιός γινόταν ιερέας για 52 συνεχόμενες γενεές .  
    Για να αποφύγουν το βίαιο εξισλαμισμό εργάστηκαν ως μεταλλωρύχοι, στα μεταλλεία της Κορόνιξας Αργυρούπολης έχοντας την «εύνοια» του Σουλτάνου. Με το κλείσιμο των μεταλλείων ( 1760 μ.χ), 85 οικογένειες μετοικούν στην παραλιακή πόλη Φάτσα (αρχαία Φαδισάνη). Το μέρος ήταν πεδινό αλλά το καλλιεργούσαν Μπέηδες. Αναγκάστηκαν πάλι να ανέβουν στα δύσβατα βουνά, να εκχερσώσουν γη για την εγκατάστασή τους. Η γεωργία άγονη, επιδόθηκαν στην κτηνοτροφία. Οι έμποροι φοβόντουσαν να αγοράσουν τα αγροτοκτηνοτροφικά προιόντα τους για το φόβο των Τούρκων .
      Ανακάλυψαν την καλλιέργεια ήμερης Κάνναβης (στα τουρκικά Κεντήρ) από όπου παρήγαγαν σχοινιά, παλαμάρια πλοίων, καλάθια, πατάκια, χειροτεχνήματα κ.λ.π. Παρήγαγαν τόνους βελτιωμένης κάνναβης με τη λίπανση των χωραφιών που πουλούσαν στο λιμάνι της Φάτσας και πέτυχαν πάλι την οικονομική ευρωστία τους.  Επειδή κάθε οικογένεια είχε 10-15 παιδιά οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις ήταν ανεπαρκείς γι’ αυτό σκέφτηκαν να νοικιάσουν χωράφια από τους Μπέηδες. Το πέτυχαν με τη συμφωνία με το τέλος της παραγωγής, να βοσκούν τα κοπάδια των Μπέηδων ελεύθερα στα χωράφια αυτά (στα Τουρκικά «σαλμάν»).  Εκτός από την Κάνναβη καλλιεργούσαν καλαμπόκια (στα ποντιακά «λαζούδια», ζαρζαβατικά, πεπόνια, καρπούζια, ξυλάγγουρα, κολοκύθια, ντομάτες, φασόλια, κ.λ.π. Η διατροφή τους ήταν πλουσιοπάροχη, μέχρι που ξεκίνησε η πέτρα του σκανδάλου, και να πως:
    Mόλις οι Χριστιανοί θερίζαν τα καλαμπόκια, οι βουκόλοι των Μπέηδων βάζαν τα ζώα τους μέσα στα χωράφια καταστρέφοντας και την υπόλοιπη παραγωγή των ζαρζαβατικών. Οι Έλληνες κατάπιναν την πίκρα τους και από το φόβο των εκτελέσεων δεν τολμούσαν να μιλήσουν.  Ήρθε η ώρα που από τη γενιά των ατρόμητων Ταχτσογλαίων ο Χατζή Γιώργης Ταχτσόγλου, γιατρός στο επάγγελμα, έδωσε εντολή στα 5 αδέλφια του και στον Χατζή Παπαγιάννη Ταχτσόγλου (τον προπάππο του παππού μου Ιωάννη Παπαδόπουλο) να αντισταθούν. Όταν  οι 8 βοσκοί των Μπέηδων οδήγησαν τα κοπάδια τους στα αλωνισμένα χωράφια, οι πρόγονοί μου διαμαρτυρήθηκαν και οι βοσκοί βασιζόμενοι ότι ήταν περισσότεροι στον αριθμό, τους είπαν ότι η ενοικίαση ισχύει για παραγωγή καλαμποκιού και όχι ζαρζαβατικών. 
    Με τα πολλά δεν άργησε η συμπλοκή επειδή ανάψανε τα αίματα και οι ψυχωμένοι Ταχτσογλάντ, παλληκάρια έδειραν τους βουκόλους, μέχρι θανάτου. Ο παππούς μου διηγήθηκε ότι «εποίκαν ατς πόστ ασό ξύλον», τους λιάνισαν τα κόκκαλα.  Με φορεία τους μετέφεραν μισοπεθαμένους από τους αγρούς. Αυτό συνέβη το φθινόπωρο του 1859. Οι Μπέηδες κατήγγειλαν το περιστατικό και απόσπασμα Τζανταρμάδων κυνηγούσε τα αδέρφια των Ταχτσογλαίων, οι οποίοι κρύφτηκαν στα δάση.  Ο Δικαστής (τουρκικά «Κατής») έκρινε ως ηθικό αυτουργό το μεγαλύτερο αδελφό Χατζή- Γιώργη   Ταχτσόγλου, ο οποίος συνελήφθη το Πάσχα του 1860 και με άλλους 5 υπόδικους θα οδηγούνταν στις φυλακές της Αμισού όπου θα καταδικάζονταν πολλά χρόνια φυλακή.
    Τους Χριστιανούς κατάδικους τους έδεναν με 12 οκάδες αλυσίδα, ένα βαρίδι και μεγάλες κλειδαριές (τουρκικά «λαλέ»).

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ Ο ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΟΥ
Πηγή:(ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ ΜΝΗΜΕΣ)
    Η ησυχία χάθηκε από την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων. Αλλά τα πράγματα αγριέψανε από τον Ιούνιο του 1920.
    Στις 20 Ιουνίου ήρθαν Τούρκοι πρώτα στο χωριό Κεστανεπουνάρ , που ήταν το πιο πλούσιο και διέθετε τα περισσότερα όπλα. Τα συγκέντρωσαν και με συνοδεία τα έστειλαν στο σημερινό Καρά Σου, το τουρκοχώρι , που τότε λέγονταν Ιντζιλί (Κορανιοχώρι).
Αμέσως μετά ήρθαν πολλοί οπλισμένοι Τσέτες που μάζεψαν όσους βλέπανε.
    Τους ανέβασαν κοντά στην Εκκλησία των Αγίου Κωνσταντίνου & Ελένης και από κάθε οικογένεια έστειλαν έναν, να φέρει ότι χρήματα ή πολύτιμο είχαν, ενώ τους υπόλοιπους τους κράτησαν σαν ομήρους.
    Ήταν καποιος Παύλος Καλαΐτζής. Του ζήτησαν πολλά χρήματα. Αυτός τους παρακαλούσε : " τόσα έχω, δεν έχω άλλα". Αμέσως οι τούρκοι τον πυροβόλησαν κατάκαρδα με σφαίρα Ταμ-τουμ και ο δυστυχής έπεσε αιμόφυρτος. Ο κόσμος έφριξε. ΄Ενα παλληκάρι , ο Σάββας Πασχαλίδης όρμησε, πήδηξε το φράχτη της αυλής της εκκλησίας και γλύτωσε από τους Εσκιάδες (Ληστές).
    Εν τω μεταξύ πήραν όσους είχαν μαζεμένους και τους πήγαν έως μισή ώρα δρόμο, παραπάνω και έξω από το χωριό. Εκεί τους φύλαγαν, ενώ οι υπόλοιποι επιδόθηκαν στη λεηλασία.(γιάγμμα). Ρήμαξαν τα σπίτια και πήραν ότι πολύτιμο βρήκαν, ακόμη και τα παούλα των Νυφάδων και των Κοριτσιών. ΄Οταν τελείωσε η ληστρική επιχείρηση, ξεκίνησαν να φύγουν με τα κλεψιμέϊκά τους. Εκεί σκότωσαν τον Αριστείδη Σαρηγιαννίδη και έναν ξένο, που ήταν από το Χεντέκ, μια κωμόπολη του Αντά παζαρί.
    Την επομένη αναφέραμε τα της ληστείας μας στη Νομαρχία Καρά Σού, αλλά αντίς για καλό κατέφτασαν πολλοί ιππείς, που θα μας κατέσφαζαν, αν είχαμε πειράξει ή τραυματίσει έστω έναν Κλέφτη Εσκιέ τους. Ευτυχώς δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο.Οι ιππείς εγκατέστησαν ένα φυλάκιο (απόσπασμα) στο Κεστανέπουναρ, για να παρακολουθούν όλες τις κινήσεις μας και που κρυβόμαστε. Εν τω μεταξύ μαγείρευαν τον τρόπο της δόλιας σφαγής μας.
30 Ιουνίου 1920
    Ο Κεμαλικός στρατός μπήκε στο Κεστανέπουναρ, ότι η Ελλάς έφτασε στην Προύσσα και για να αντιμετωπίσουν τον Ελληνικό Στρατό έπρεπε , να ετοιμάσουν χαρακώματα στην ακρογιαλιά κάτω στη Μαύρη Θάλασσα. χτύπησε την καμπάνα της εκκλησίας
120 παλληκάρια από το Κεστανέπουναρ, το Τσοπάνγιατακ, το Κίρασλη τα κατέβασαν οι Τούρκοι για καταναγκαστικά έργα στην παραλία του Kocaeli στη Μαύρη θάλασσα,
μεταξύ αυτών και ο παππούς της μητέρας μου Θεόδωρος Παδόπουλος
    Ζήτησαν, λοιπόν, να μαζευτούν από τα τέσσερα χωριά Κεστανέπουναρ, Κήραζλη, Γάσπαση και Τσοπάνγιατάκ, όλοι οι ικανοί Χριστιανοί από 18-55 ετών, παίρνοντας μαζί τους φτυάρι και κασμά και τροφή για 3 ημέρες . ΄Ετσι συγκεντρώθηκαν 142 παλληκάρια, 22 από το Coban yatak και 120 από τα άλλα 3 χωριά.
    Μόλις τα παλληκάρια έφυγαν από το χωριό μας, ήρθε κρυφά στο σπίτι μας, που ήταν στην άκρη του χωριού,ένας Τούρκος φίλος του πατέρα μου ο Kior Isein από το γειτονικό Τουρκοχώρι Semcili. Οι Τούρκοι από τα γειτονικά χωριά όλοι μας αγαπούσαν. Ήταν καλοί και ήσυχοι. Ζούσαμε μαζί αρμονικά.
    Ο Isein βαθειά ταραγμένος και τρομαγμένος κοίταζε δεξιά ζερβά μην τον αντιληφθεί κανείς. Κλαίγοντας σαν παιδί, βρήκε τον πατέρα μου, που ήταν πρόεδρος (Muhtar) του χωριού και του είπε :
    - ΄Ει βαχ! τα παιδιά πίσω δε θα γυρίσουν. Θα τα σκοτώσουν. Φεύγω, εμένα να συμπονέσετε και σε κανέναν μη το πείτε ότι σας το είπα. Και ο Ισεΐν χάθηκε σαν σκιά μέσα στο ρουμάνι.
    Στην πλατεία άλλοι Τούρκοι, που ήρθαν με τις αραπάδες τους για δουλειά, καθώς περνούσαν έξω από το καφενείο, που ήταν μαζεμένοι ι γέροντές μας, σιγοψιθύριζαν κοιτάζοντας ίσια μπροστά, για να μην τους αντιληφτεί κανά μάτι :
    - Τα παιδία θα σκοτών΄ατά ...
    Οι γέροντες μας δεν τους πίστεψαν. Δεν ήθελαν να τους πιστέψουν. Δεν μπορούσαν να τους πιστέψουν.
    - Γιοχ΄τζάνουμ΄αοίκον δουλείαν΄κ΄ίνεται !
    Το δράμα όμως παίζονταν, ξετυλίγονταν.
    Τους 22 Τσοπάν γιατακλήδες, που δεν ανταμώθηκαν με τους άλλους 120 τους πήγαν χωριστά σε μιαν ακτή κοντά στη Μαύρη θάλασσα και εκεί τους δολοφόνησαν με μαχαίρι. Μόνο 3 γλύτωσαν. Μαχαιρώθηκαν, αλλά επέζησαν.
    Τους υπόλοιπους 120 από τα 3 χωριά τους κατέβασαν την ίδια ημέρα με ταβούλια και ζουρνάδες στο τουρκοχώρι Kοτσά-αλή. Εκεί τους περίμεναν 300 οπλισμένοι Τσετέδες (συμμορίτες) με επικεφαλής τον λήσταρχο Υψιζί Ρετζέπ. Έβαλαν τους ΄Ελληνες και χόρεψαν τον τελευταίο τους χορό, το χορό του θανάτου και κατόπιν τους οδήγησαν στον τόπο της εκτελέσεως κοντά στη Μαύρη Θάλασσα, στις εκβολές του ποταμού Γουίν Κετσίκ...
    Αυτόπτης μάρτυρας των τραγικών εκείνων στιγμών υπήρξε ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος - ένας από τους 120 ΄Ελληνες Ποντίους, που σύρθηκε για εκτέλεση στις αμμουδιές του Καρά-Σού και γλύτωσε σαν από θαύμα από τις σφαίρες των τσετέδων.
    "Μόλις εφτάσαμε κοντά στον αιγιαλόν, μας εσταμάτησαν και μας εσύναξαν και κατόπιν μας όμίλησεν ο αρχηγός των τσετέδων Υψιζί Ρετζέπ ως εξής :
Πάκην ουσακλάρ Γιουνάν εσκερή κελτή Πανόρματα. Συνκή ιλέν καρηλαρή ιτζιντέ τσοτουκλαρή κιοβέ ατάρ. Ονούν ιτσίν σιζή τα ελτηρέ τζεγήμ. (Ακούστε παιδία. Ο Ελληνικός στρατός ήρθε στην Πάνορμο. Με ξιφολόγχες από τις γυναίκες πετάν τα μωρά στον ουρανό. Γι΄αυτό και θα σας σκοτώσω). Τότε βρυχηθμός βγήκεν από τα στήθια των παλληκαριών και με μια φωνή, που ακούστηκε στα ουράνια είπαν : EMAΣ ΑΣ ΣΚΟΤΩΣΕΤΕ. ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ.
    Ο αρχιληστής χαμογέλασε φαρμακερά και μας είπε : Μη φοβάστε, δε θα σας σκοτώσω. Μόνο τους παράδες σας θέλω κι ύστερον σας απολύω".
    "Οι καϋμένοι οι μελλοθάνατοι επετάξαμε στα πόδια των ληστών, ό,τι είχαμε μαζί μας. Μετά την λήστεψή μας οι Τούρκοι θελήσανε να μας δέσουν.΄Ενα γερό παλληκάρι, που ήτανε πρώτος, ο Κωνσταντίνος Κόκος με θυμό φώναξε : Tι εκάναμε και θα μας δέσετε ; O Υψίζ μάλωσε εκείνον, που ήθελε να μας δέσει, απομακρύνθηκε λίγο και έκανε νόημα στους δικούς του να υποχωρήσουν από κει που μας είχαν περικυκλωμένους. Σύγκαιρα έδωσε τη διαταγή : Xάιτε, σιζή κιόρεγημ, χίτσ πίρ τανέ τσίκματαν ατέσ ! (΄Αιντε να σας βλέπω, να μη βγει ούτε ένας ζωντανός. Φωτιά !).
    "Εβρόντηξαν επάνω μας 300 όπλα ασταμάτητα. Χαλασμός Κυρίου, ενόμιζα ότι γίνεται η Δευτέρα Παρουσία. Μερικοί από μας όρμησαν κατά το ποτάμι, άλλοι κατά θάλασσα μεριά. Εγώ έπεσα με το πρώτον. Εν τω μεταξύ σωριάστηκαν επάνω μου δύο σκοτωμένοι και ΄γω έκανα τον πεθαμένο. Κάποτες σίγησαν τα όπλα και οι ματοβαμμένες ύαινες οι φονιάδες μας, αφού τσάκισαν με καζμάδες και φτυάρια τα κεφάλια των πληγωμένων και όσων ετοιμαθάνατων βογγούσαν, μάζεψαν τα πλιάτσικα και κίνησαν τον ανήφορο. Κοπάσανε πλέον τα γοητά, οι επικλήσεις, τα βογγητά και οι ρόγχοι των ψυχορραγούντων. ΄Εκανα τον πεθαμένο για 10 ώρες. ΄Ωρες 10 μεσ΄στη ζέστη του καλοκαιριού με τα αίματα των σκοτωμένων παλληκαριών να στάζουν απάνω μου και να με λούζουν. ΄Ωρες 10, που φάνηκαν αιώνες, ως ότου βραδιάσει. Τότες μόνο σηκώθηκα από τη θέση μου και είδα ό, τι είχεν απομείνει. Από τα 120 παιδιά μόνον 14 γλυτώσαμε, μερικοί τραυματίες ".
    Aπό τους διασωθέντες, ο πρώτος που έφτασε και ειδοποίησε στο χωριό Κήραζλη και αμέσως μετά στο Κεστανέπουναρ ήταν ο Φίλων της Μουχατζηρίνας (Θεόφιλος Ευθυμίου), που ζει σήμερα στη Κωνσταντία της Αριδαίας (Καρατζόβα). Φώναζε σαν τρελλός, ότι οι τσετέδες σκοτώσανε τα παιδία και τώρα έρχονται να μας κάψουν και να χαλάσουν τα γυναικόπαιδα.
    -Κεστανεπαρλήδες φυγατέστεν. Οι Τούρκ΄εσκότωσαν τα παιδία.΄Ερχουσαν και στέκ΄νε.Θα κάφ΄νε το χωρίον εσούν. Φυγατέστεν !!!
    Ακούγοντας αυτή την φοβερή ειδοποίηση πήραμε τα βουνά, όπως τύχαμε με τα ρούχα της δουλειάς. Μόλις καβαλήσαμε την κορυφογραμμή, είδαμε καπνό από τη μεριά του χωριού. Οι τσετέδες το διαγούμησαν και το έκαιγαν. Γυμνοί, λοιπόν, χωρίς κανένα εφόδιιο, βρεθήκαμε στα παρθένα δάση του Τσάμταγου. Εκεί την πρώτη βραδιά η μάνα έχασε το παιδί και το παιδί τη μάνα. Οι περισσότεροι νηστικοί για μια βδομάδα, για τροφή είχαμε τα φύλλα από τα κουρκένια (οξυές).
Στο βουνό μείναμε από τις 30 Ιουνίου μέχρι τις 15 Αυγούστου 1920.

Η "ΧΑΛΑΜΟΝΗ" των ΠΟΝΤΙΩΝ συγγενών συγχωριανών και συντοπιτών του ΚARASU της ΜΑΥΡΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
    από το Βιβλίο του αδελφού μου "ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ ΜΝΗΜΕΣ"
    Αυτόπτης μάρτυρας των τραγικών εκείνων στιγμών υπήρξε ο προπάππος μου Θεόδωρος Παπαδόπουλος, ένας από τους 120 Ποντίους Έλληνες, που σύρθηκε για εκτέλεση στις αμμουδιές της Μαύρης Θάλασσας και γλύτωσε σαν από θαύμα από τις σφαίρες των τσετέδων. Διηγήθηκε τα εξής: Ας ακούσουμε, λοιπόν, την εκπληκτική διήγησή του :
''Μόλις εφτάσαμε κοντά στον αιγιαλόν, μας εσταμάτησαν και μας εσύνα-ξαν, και κατόπιν μας ομίλησε ο αρχηγός των τσετέδων Υψιζ-ι-Ρετζέπ ως εξής : Πάκιν ουσακλάρ Γιουνάν εσκερί κελτί Πανόρματα. Συνκί ιλέν καριλα-ρί ιτζιντέ τσοτσουκλαρί κιοβέ ατάρ. Ονούν οτσίν σιζί τα ελτιρέ τεγίμ. (Ακούστε παιδιά. Ο Ελληνικός στρατός ήρθε στην Πάνορμο. Με ξιφολόγχες από τα σωθικά των εγκύων γυναικών πετούν τα μωρά στον ουρανό. Γι' αυτό θα σας σκοτώσω).
Τα παλληκάρια απάντησαν, τι σχέση μπορεί να έχουν αυτοί, που ζούσαν αρμονικά με τους γείτονες του Τούρκους. Ο αρχιληστής χαμογέλασε φαρμακερά και είπε : Μη φοβάστε, δεν θα σας σκοτώσω. Μόνο τους παράδες σας θέλω και ύστερον σας απολύω. Οι καϋμένοι οι μελλοθάνατοι επετάξαμε στα πόδια των ληστών ό,τι είχαμεν μαζί μας, χρήματα και δαχτυλίδια, ακόμη και τους σταυρούς μας...
    Μετά τη λήστεψή μας οι τούρκοι θέλησαν να μας δέσουν. Ένα γερό παλληκάρι, ο Κωνσταντίνος Κόκκος που ήταν πρώτος μπροστά, φώναξε με θυμό: Τι εκάναμε και θα μας δέσετε; Ο Υψίζ μάλλωσε εκείνον που ήθελε να μας δέσει. Απομακρύνθηκε λίγο και έκανε νόημα στους δικούς του να υποχωρήσουν από εκεί, που μας είχαν περικυκλωμένους. Σύγκαιρα έδωσε διαταγή : Χάιτε, σιζί κιόρεγμι, χιτς πιρ τανέ τσίκματαν ατέσς! (Αϊντε να σας δω. Να μη βγει ούτε ένας ζωντανός. Φωτιά!).
    Εβρόντηξαν επάνω μας 300 όπλα ασταμάτητα. Χαλασμός Κυρίου. Ενό-μιζα ότι γίνεται η Δευτέρα Παρουσία. Μερικοί από μας όρμησαν κατά το ποτάμι, άλλοι κατά θάλασσα μεριά. Εγώ – συνεχίζει ο γερό Θεόδωρος- έπεσα με το πρώτον. Εν τω μεταξύ σωριάστηκαν επάνω μου δύο σκοτω-μένοι και 'γω έκανα τον πεθαμένο. Κάποτε σίγησαν τα όπλα και τα ματω-βαμένα τσαναβάρια (ύαινες), οι φονιάδες μας, αφού τσάκισαν με καζμάδες και φτυάρια τα κεφάλια των πληγωμένων και όσων ετοιμοθάνατων βογγο-ύσαν, μάζεψαν τα πλιάτσικα και κίνησαν τον ανήφορο.
Κοπάσανε πλέον τα γοητά, οι επικλήσεις, τα βογγητά και οι ρόγχοι των ψυχορραγούντων. Έκανα τον πεθαμένο για 10 ώρες.
Ώρες 10 μέσ' τη ζέστη του καλοκαιριού, με τα αίματα των σκοτωμένων παλληκαριών να στάζουν απάνω μου και να με λούζουν. Ώρες 10, που φάνηκαν αιώνες, ως ότου βραδιάσει. Τότες μόνο σηκώθηκα από τη θέση μου και είδα ότι είχεν απομείνει. Από τα παιδά μόνο 14 γλυτώσαμε, μερικοί τραυματίες''...
Από τους άνδρες του Κεστανέπουναρ, που πήγαν στο Γοτσαλί, δολοφονήθηκαν οι :
Αλεξιάδης Αλέξιος
Γρηγοριάς Λαυρέντιος
Ευθυμιάδης Κωνσταντίνος
Θωμάς...(ήταν ξένος)
Καλταβερίδης Γεώργιος
Καραπουλουτίδης Θωμάς
Καρασαρίδης Ιωάννης
Καρασαρίδης Σπυρίδων
ΚαρατακίδηςΙωάννης
Κόκκος Κωνσταντίνος
Μαρμαρίδης Ευστάθιος
Μαρμαρίδης Παντελής
Μιχαηλίδης Παύλος
Μουρατίδης Γεώργιος
Μουρατίδης Σταύρος
Μουταφίδης Ηλίας
Ορφανίδης Ανδρέας
Παπαδόπουλος Κωνσταντίνος
Παπαδόπουλος Κυριάκος
Παπαδόπουλος Μιλτιάδης
Πασχαλίδης Κωνσταντίνος
Πουτακίδης Αθανάσιος
Σαρηγιαννίδης Γεώργιος
Σαρηγιαννίδης Δημήτριος
Σαρηγιαννίδης Χαράλαμπος
Σιδηρόπουλος Χαράλαμπος
Τέκος Αναστάσιος
Τεμερτσόγλου Κωνσταντίνος
Τσαμασλής Θεόδωρος
Χατζηκυριάκου Σάββας και
Ψωμιάδης Πάνος.
Σώθηκαν οι εξής :
Γρηγοριάδης Κυριάκος
Καρασαρίδης Αλέξιος
Μιχαηλίδης Γεώργιος
Παπαδόπουλος Θεόδωρος
Πασχαλίδης Αριστείδης
Συμεωνίδης Θεόδωρος
Τριανταφυλλίδης Κωνσταντίνος και
Τσαμασλής Κωνσταντίνος.
Από το χωριό Κίρεζλι δολοφονήθηκαν οι :
Γεώργιος
Ελευθέριος
Ιωάννης
Κωνσταντίνος
Λεόντιος προσκυνητής
Μιχαήλ
Σεραφείμ
Χαράλαμπος
Χαράλαμπος (άλλος)
Χαράλαμπος (άλλος)
Χαρίτων
Χρήστος
Χρήστος (άλλος) και
Χρήστος (άλλος).
Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε τα επώνυμα αυτών των μαρτύρων.
Από το χωριό Τσοπάν-γιατάκ εκτελέστηκαν με μαχαίρι οι :
Αμανατίδης Αμανάτ
Ιορδανίδης Μιλτιάδης
Κοτσογλάν Κωνσταντίνος
Πασχαλίδης Ευστάθιος
Παρμακτσίδης Μιλτιάδης
Περισανίδης Γεώργιος
Σειρηνίδης Ηλίας
Τέβραν Νικόλαος και
Τεληγέν Γεώργιος.
Επίσης οι εξής, που δεν βρήκαμε τα επώνυμά τους :
Γεώργιος (άλλος)
Ιωάννης
Ιωάννης (άλλος)
Ιωάννης (άλλος)
Θεόδωρος
Κωνσταντίνος (άλλος)
Κωνσταντίνος (άλλος)
Λάζαρος
Λάζαρος
Μιχαήλ.
Σώθηκαν οι εξής:
Λαυρεντιάδης Γεώργιος
Πασαλήνας Μιχαήλ
Πασχαλίδης Γεώργιος και
Πασχαλίδης Θεόφιλος
Θεοδωρίδης Δημήτριος
Μιχαηλίδης Γεώργιος και ο γυιός του
Μιχαηλίδης Ιωάννης
Παπαδόπουλοε Γεώργιος
Σιδηρόπουλος Γεώργιος
Τσολερίδης Ηλίας και
Τσολερίδης Σάββας.
Κατάφερε και γλύτωσε με εγκαύματα ο Παπαδόπουλος Κυριάκος.
Δολοφονήθηκαν οι :
Κεμανετζής Θεόφιλος
Σερεμέτης Ιωάννης
Σιδηρόπουλος Ιωάννης
Τσορακλίδης Κωνσταντίνος και
Χατζη Χάμπος.
Από το χωριό Καράπελητ δολοφονήθηκαν ή κάηκαν οι :
Ευθύμιος
Ιωάννης
Καλλιόπη
Κυριάκος
Μυροφόρα
Παναγιώτης
Παντελεήμων
Σταύρος.
(Δεν μπορέσαμε να βρούμε τα επώνυμά τους).
    Οι χριστιανοί γυμνοί, χωρίς κανένα εφόδιο βρέθηκαν στα παρθένα δάση του βουνού Τσάμ-νταγ. Εκεί την πρώτη βραδιά ''η μάνα έχασε το παιδί κι το παιδί τη μάνα''. Το κύριο πρόβλημα ήταν η τροφή. Οι περισσότεροι ήταν νηστικοί όταν έφυγαν. Βέβαια είχαν προνοήσει, κυρίως για τους φυγόστρατους, να έχουν αρκετά τρόφιμα σε ειδικές κρυψώνες, αλλά ήταν χιλιάδες και προφανώς τα τρόφιμα δεν επαρκούσαν. Έτσι για μια βδομάδα οι περισσότεροι είχαν για τροφή τα φύλλα από οξυές (κιουρκένια), που τα έβραζαν πάνω από 10 φορές,για να ξεπικρίσουν. Ύστερα άρχισαν να ψάχνουν σε κουφάλες δέντρων, όπου υπήρχαν πολλά μελίσσια.
    Αλλά υπήρχε και εδώ πρόβλημα, γιατί το μέλι αυτό, που οι μέλισσες τρυγούσαν από την Αζαλέα την Ποντιακή, νάρκωνε όποιον έτρωγε για δύο μέρες. Ήταν το μαινόμενον μέλι ή ποντιακά το ''παλαλόν το μελ''. Για να μη υφίστανται τη δηλητηριώδη επίδραση έπρεπε να βράζουν το μέλ ή να τρώνε ταυτόχρονα και τουρσί, που εξουδετέρωνε τη δράση του.
    Στην συνέχεια οι γερές γυναίκες άρχισαν να κατεβαίνουν την νύχτα κρυφά στο χωριό όπως είπαμε, για να περισώσουν, ό,τι έβρισκαν μέσα στα αποκαϊδια των σπιτιών τους, κάποιο σκεύος ή οτιδήποτε άλλο χρήσιμο για να επιβιώσουν.
    Σε μια τέτοια νυχτερινή προσπάθεια γυναικών οι Τούρκοι τσέτες συνέλαβαν την Σοφία σύζυγο του μουχτάρη Αναστάσιου Παπαδόπουλου, μαζί με δύο άλλες συγχωριανές της είχαν κατέβει στο χωριό, συγκέντρωναν κάτι κουτάλια και μαχαιροπήρουνα, μερικά σκεύη και επέστρεφαν στο βουνό. Οι Τούρκοι ετοιμάστηκαν να κακοποιήσουν και να σκοτώσουν τις γυναίκες.
    Ευτυχώς που στο φως του φεγγαριού ένας από τους Τούρκους γνώρισε την κυρά Σοφία, που στο σπίτι της φιλοξένησε πάμπολλους ξένους, αδιάκριτα, Τούρκους ή Χριστιανούς.
-Αφήστε τις, είπε. Εγώ στο σπίτι αυτής της γυναίκας έφαγα ψωμί...
Και στρεφόμενος στην κυρά Σοφία της είπε :
-Άλλο μην έρχεστε εδώ, γιατί δεν θα είμαι πάντα εγώ να σε γλυτώνω...
    Έτσι δεινοπάθησαν τα 4 χωριά : Κεστενέ-μπουναρ, Κίραζλι, Καράπελιτ και Τσοπανγιατάκ.
    Οι Τούρκοι προγραμμάτισαν να εξοντώσουν τους Πόντιους Χριστιανούς. Γι΄αυτό σχεδίασαν τη δήθεν τριήμερη προσωπική εργασία (αγγαρεία), ώστε στις 3 αυτές μέρες να συγκεντρώσουν τα παλληκάρια και από τα άλλα 10 χωριά και να τα εκτελέσουν. Αργότερα θα έρχονταν η σειρά των υπερηλίκων και των γυναικόπαιδων.
    Η εκτέλεση των παλληκαριών διαδόθηκε στα άλλα χωριά σαν αστραπή. Σκηνές αλλοφροσύνης που δεν ξεχιούνται διαδραματίστηκαν. Πανικός κυρίευσε τους κατοίκους, που διασκορπίστηκαν με κάθε τρόπο και μέσον στα γύρω βουνά. Παρέμειναν στη βροχή και το κρύο 2 μέρες. Βρέφη και παιδιά έκλαιγαν, γριές και γέροι βογγούσαν, όλοι κρύωναν και έτρεμαν.
    Μην αντέχοντας μερικοί τολμηροί κατέβηκαν στα χωριά, να μάθουν τι γίνεται. Οι τούρκοι πανικόβαλαν όσους δεν μπόρεσαν να φύγουν στα βουνά.
    Οι επιζώντες φυγάδες, Χριστιανοί έμειναν στα βουνά από τις 30 Ιουνίου μέχρι τις 15 Αυγούστου 1920, (κατά το παλαιό ημερολόγιο). Στο διάστημα αυτό προμηθεύτηκαν όπλα από φίλους φιλοσουλτανικούς Κιρκάσιους αντάρτες, που πολεμούσαν τον Κεμάλ. Οι ίδιοι τους προειδοποίησαν να περάσουν τον Σαγγάριο πριν κυκλωθούν από τις κεμαλικές δυνάμεις».
    Από κει μας έσωσε ο καπετάν Βαγγέλης. Αυτός ήτανε από ένα χωριό των Φουντουκλιών. Είχανε μαζευτεί περίπου τρακόσιοι με τρακόσιοι πενήντα άντρες και κάνανε αντρικό. Μαζεύτηκαν δηλαδή στα βουνά, είχανε και όπλα και προσπαθούσανε να κάνουνε αντίσταση στους Τούρκους.
    Επέστρεψε μαραμένη η Επιτροπή των Καρασουλήδων. Οι προύχοντες Έλληνες μαζί με τον αρχηγό των Κιρκασίων Αττίκ Μπέη συσκέφθηκαν, για το τί επρόκειτο να πράξουν.
Ο Αττίκ Μπέης κατάγονταν από το χωριό Κοϊνατλί, που βρίσκεται κοντά στον Σαγγάριο ποταμό. ''Εξ αιτίας του ότι εγλύτωσε τους Χριστιανούς της περιοχής τους, έδωσε κακόν θάνατον. Μετά την αποχώρησιν μας τον συνέλαβαν οι κεμαλικοί μαζί με 6 παλληκάρια του και τον εξετέλεσαν στο Ιντζιλί. Θεός συγχωρέσει τον άξιον αυτόν ηγέτην και καλόν άνθρωπον. Αυτός ήτονε παλληκάρι και όχι οι ψευτοσύμμαχοί ''μας'', αναφέρει ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.
    Ο Αττίκ μίλησε ως εξής:
-Ξέρετε ότι έρχονται τα στρατεύματα του Κεμάλ με κανόνια. Θα καταστρέψουν και σας και τα χωριά σας. Δεν μπορούμε πλέον να αντισταθούμε, γιατί έπεισε και πολλούς Τσερκέζους να πάνε μαζί του. Γι' αυτό, το καλό που σας θέλω, σε δύο μέρες το πολύ να περάσετε τον Σαγγάριο. Αλλιώς για ό,τι συμβεί μετά εγώ δεν θα έχω κρίμα. Θα είμαι αθώος.
    Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι καραδοκούσαν και συγκεντρώνονταν όλο και περισσότεροι. Αλλά και οι Χριστιανοί, με πρωτοβουλία του καπετάν Βαγγέλη Φωτιάδη, δεν έμειναν άπραγοι. Συνεννοήθηκαν για την ομαδική έξοδο κι έτσι ανήμερα της Παναγίας άρχισε το τουφεκίδι, άναψε ο κόσμος. Τα βουνά αντιβούιζαν, χαλνούσε το σύμπαν. Όσοι είχαν όπλα έρριχναν συνεχώς. Οι τσέτες και οι κάτοικοι των τούρκικων χωριών, νομίζοντας ότι έφτασε ο Ελληνικός Στρατός, παράτησαν τα πάντα και πανικόβλητοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Την ίδια μέρα, 16 Αυγούστου, μικροί μεγάλοι οι Χριστιανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους προς το Σαγγάριο. Στην πορεία μαζί με τον λαό υπήρχαν και βοϊδάμαξες φορτωμένες με τα υπάρχοντα του καθενός. Οι αρχηγοί και άρχοντες έκριναν ότι ο ''πόρος'', δηλ το κατάλληλο πέρασμα του ποταμού ήταν κοντά στο χωριό Κουρούμεσε και το τουρκοχώρι Σινάνογλου. Έτσι όλοι άρχισαν να συγκεντρώνονται σ'αυτή την περιοχή.
    Έφιππος ο καπετάν Βαγγέλης, με το μαστίγιο και το χαλινό στο ένα χέρι και τη σάλπιγγα στο άλλο χέρι, επέβαλε τάξη, υπακοή και αυστηρή πειθαρχία στους οπλίτες του και στον υπόλοιπο λαό. Σ' όλη τη διαδρομή ήσαν 200 οπλίτες εμπροσθοφυλακή, 200 οπισθοφυλακή και ανάλογες πλαγιοφυλακές.
    Φτάνοντας στον πόρο μερικοί πέρασαν απέναντι και ''έζεψαν'' το ποτάμι με χοντρά σχοινιά. Στις 16 Αυγούστου 1920 άρχισαν να περνάνε οι αραμπάδες και τα γυναικόπαιδα. Όμως μετά που πέρασαν 15-20 αραμπάδες οι άμμος του βυθού έφευγε από τις ρόδες. Έτσι έπρεπε να περιμένουν όλη νύχτα για να μπαζωθούν ξανά από άμμο οι ροδιές αυτές. Το ίδιο έγινε στις 17 Αυγούστου.     Έγινε μια μικρή αναστάτωση, γιατί επυρσοκρότησε κάποιο όπλα, πιθανόν από λάθος. Άλλοι αναφέρουν ότι ήταν σκόπιμη ενέργεια του καπετάν Βαγγέλη, για να φοβηθούν και να επισπευθεί η διάβαση του ποταμού.
    Ο καπετάν Βαγγέλης λοιπόν ήρθε στο δάσος που ήμαστε και μας πήρε, μας πέρασε από το Σακαροπόταμο και μας πήγε μέχρι τη Νικομήδεια.
Καμιά δεκαπενταριά οικογένειες δεν μπόρεσαν να φύγουν. Είχανε αρρώστους και δεν μπορούσανε να τους μετακινήσουνε.
    Ο καπετάν Βαγγέλης πήρε άδεια από το αρχηγείο των ανταρτών, αρχηγός ήτανε κάποιος Λεωνίδας – δεν ξέρω από ποιο χωριό-
ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ
    «Όταν οι καταδιωγμένοι Έλληνες βρέθηκαν στο βουνό Τσαμ νταγ και μετά τις ενδεδειγμένες ενέργειες για επιβίωσή τους, ήρθαν σε επαφή με τους Κιρκάσιους (Τσερκέζους). Από αυτούς εφοδιάστηκαν περίπου 700 όπλα, πολεμικά και κυνηγετικά. Οι Κιρκάσιοι αυτοί, ήταν υπέρ του Σουλτάνου και εμάχοντο κατά των Κεμαλικών δυνάμεων.
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗ ΣΤΡΑΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ
ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ
    Πράγματι τα γυναικόπαιδα και οι ανάπηροι και οι γέροντες πέρασαν. Αρκετές άμαξες όμως εγκαταλείφθηκαν.
    Η πορεία αφού πέρασε τον Σαγγάριο ποταμό συνέχισε με τάξη και έφτα-σε στην περιοχή των Φουντουκλιών, η οποία ήταν καμμένη γη, όπου διανυκτέρευσε.
Την επόμενη 18 Αυγούστου μόλις ετοιμάστηκαν, φάνηκαν 20 περίπου Τούρκοι ιππείς, για να παρενοχλήσουν την πορεία. Νόμιζαν ότι ήταν άοπλος λαός. Ο καπετάν Βαγγέλης διέταξε ακροβολισμό όλων των οπλιτών, που περικύκλωσαν τους ιππείς, τους συνέλαβαν όλους και τους αφόπλισαν. Την ίδια μέρα η πορεία έφτασε στην Άρμαση. Η κωμόπολη αυτή βρισκόνταν 30 χιλιόμετρα έξω από την Νικομήδεια, είχε 5000 κατοίκους, κυρίως Αρμένιους και μια ωραία εκκλησία με τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, έργο κατά πως έλεγαν του Ευαγγελιστή Λουκά.
Στην Άρμαση βρίσκονταν Αγγλικά στρατεύματα, που περικύκλωσαν και αφόπλισαν τους πρόσφυγες πλέον Χριστιανούς. Έχοντας στραμμένα τα πολυβόλα εναντίον τους, δεν τους επέτρεπαν να προχωρήσουν.
    Τότε ευτυχώς βρέθηκε ένας Ελληνοαμερικάνος, ο Καρυπίδης Ευστάθιος, που το 1919 ήρθε να επισκεφθεί τη γενέτειρά του, το Σούπατακ. Ο Καρυπίδης γνώστης της Αγγλικής γλώσσας θερμοπαρακάλεσε τον Άγγλο αξιωματικό, να λυπηθεί αυτόν τον κόσμο. Έτσι επιτράπηκε στους πρόσφυγες να συνεχίσουν την πορεία τους και οι οπλίτες πήραν πίσω όλα τα όπλα τους, που θα τους χρειάζονταν, γιατί θα περνούσαν μέσα από αρκετά τουρκοχώρια. Τέλος έφτασαν ανέπαφοι έξω από την Νικομήδεια. Εκεί ο καπετάν Βαγγέλης παρέδωσε τους αιχμαλώτους στον Ελληνικό στρατό.
    Πήγαμε όλοι στη Νικομήδεια. Εκεί μείναμε στα περίχωρα, στο Καράτζαλι, στο Κουλάκιοϊ. Και σε τσαντήρια μείναμε και σε σπίτια μας πήρανε.
    Στην Νικομήδεια ήδη υπήρχαν 75000 πρόσφυγες. Εκεί οι Καρασουλήδες έστησαν τσαντήρια, φτιαγμένα από τα δικά τους φτωχοκούρελα. Στο αρκετό διάστημα που έμειναν τους δόθηκε ελάχιστη υποστήριξη από τον Ερυθρό Σταυρό και τους Αμερικάνους.
Μπαίνοντας ο χειμώνας τους εγκατέστησαν σε αδειανά τουρκοχώρια της περιοχής Νικομήδειας, όπως τα Γουλάρκιοϊ, Καγιατσάλ, Μιχαλήτσ, Τσαϊρ-τσεφλίκ, Πορτοκάλ, Τσαλίκ, κλπ. Εκεί έζησαν 9 μήνες ελεεινά και τρισάθλια, μέσα σε δυστυχία και μιζέρια, μέχρι τον Ιούνιο του 1921
    Την εποχή αυτή επικρατούσε ο Ελληνικός Στρατός στις περιοχές Νικομήδειας.
    Εν τω μεταξύ έστειλαν μια Επιτροπή στην Νικομήδεια, να συνεννοηθεί με τον Ελληνικό Στρατό και σε συνεργασία μ' αυτόν να απεγκλωβιστεί, από την συνεχώς αυξανόμενη επικράτηση των κεμαλικών δυνάμεων. Η περιοχή όπου βρίσκονταν οι Πόντιοι Έλληνες απείχε περίπου 90-100 χιλιόμετρα. Αν ο Στρατός προήλαυνε, θα επιτίθεντο και αυτοί μαζί με τους Κιρκάσιους. Έτσι οι ανοργάνωτοι τσέτες του Κεμάλ θα δέχονταν συντονισμένο χτύπημα και θα διαλύονταν η εν τη γενέσει δύναμή τους. Οι Έλληνες θα απαγκιστρώνονταν και θα ασφαλίζονταν τα γυναικόπαιδά τους.
    Το σχέδιο ήταν σωστό και θα πετύχαινε, αλλά το γενικό πρόσταμα το είχαν οι Άγγλοι. Ο Ελληνικός Στρατός, (συγκεκριμένα η ΧΙη μεραρχία), που βρίσκονταν στη Νικομήδεια τελούσε υπό τις διαταγές των Άγγλων!!
    Έτσι οι Καρασουλήδες Πόντιοι πήραν ως απάντηση :''Οι Άγγλοι δεν επιτρέπουν, λυπούμεθα ειλικρινώς'',κλπ.
    Τον Ιούνιο του 1921, ο Ελληνικός στρατός της περιοχής Νικομήδειας απεχώρησε προς Γιάλοβα και Προύσα, όπου συγκεντρώθηκε για να εξορμήσει προς Άγκυρα. Οι κεμαλικοί ειδοποιημένοι από κατασκόπους τους και εξοπλισμένοι από φίλους και εχθρούς συγκεντρώθηκαν, περίπου 45000 για να καταλάβουν την Νικομήδεια. Προηγούνταν το ιππικό τους, που έφτασε στα πρόθυρα της πόλης. Μάλιστα ένς ιππεύς μπήκε στην πόλη, αλλά τον σκότωσαν.
    Κατά την αποχώρηση της ΧΙ μεραρχίας από την Νικομήδεια δεν έγινε καλή συννενόηση με τη μονάδα πεζοναυτών, που έπρεπε να καταλάβει τις θέσεις της. Έτσι η Μεραρχλια έφυγε,πριν έρθουν οι πεζοναύτες, που ήταν και αγύμναστοι, και τις θέσεις κατέλαβαν οι κεμαλικοί, που υποδέχτηκαν τους αγύμνασοτυς πεζοναύτες με καταιγισμό πυρών και τους αιφνιδίασαν. Σχεδόν όλοι έπεσαν μαχόμενοι. Έτσι την υπεράσπιση της πόλης ανέλαβαν οι κακά οπλισμένοι πρόσφυγες οπλίτες. Οι τούρκοι περιέσφιγγαν τον κλοιό γύρω από την πόλη. Η κατάσταση ήταν δύσκολη, γιατί συνεχώς κατέφταναν νέοι κεμαλικοί. Οι τούρκοι κανονιοβολούσαν την πόλη.
    Στο λιμάνι της Νικομήδειας ήταν αγκυροβολημένο το Ελληνικό θωρηκτό ''Κιλκίς'', με κυβερνήτη τον ναύαρχο Κακουλίδη, Πόντιο στην καταγωγή. Έβλεπε τα διαδραματιζόμενα, αλλά οι Αγγλικές δυνάμεις δεν του επέτρεπαν να υποστηρίξει με τα κονόνια του τους Έλληνες. Έστελνε απεγνωσμένα επείγοντα σήματα, αναφέροντας την τραγική κατάσταση, που είχαν περιέλθει οι Έλληνες, αλλά του απαντούσαν, ''να μην κάνει χρήση πυρός''.
    Στην παραλία υπήρχαν πολλά πλοιάρια, όπου ο κόσμος για να σωθεί έμπαινε χωρίς τάξη. Επικρατούσε ξέφρενος πανικός. Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Ο καθένας προσπαθούσε να σωθεί. Σε λίγο οι οβίδες των τουρκικών κανονιών άρχισαν να πέφτουν γύρω από το θωρηκτό. Ο ναύαρχος Κακουλίδης βλέποντας ότι κινδυνεύει πολύς κόσμος, κάλεσε τους αξιωματικούς, τους ναύτες και τον κόσμο, που βρίσκονταν πάνω στο πλοίο και με επισημότητα ανήγγειλε:
    ''Έχω διαταγή να μη ρίξω ούτε μια οβίδα. Βλέπω όμως ότι εδώ χωρίς αντίσταση πολλοί θα χαθούν άδικα, κι αυτό δεν το επιτρέπει το Ελληνικό μου αίμα''. Και δυναμώχοντας τη φωνή του πρόσθεσε :''Καλύτερα να χαθεί ο ναύαρχος Κακουλίδης, παρά να χαθούν τόσες χριστιανικές ψυχές, γιατί το θέλουν οι Άγγλοι. Όχι, χίλιες φορές όχι''. Έδωσε τη διαταγή ''Πυρ'', και τότε άστραψαν βρόντηξαν τα κανόνια του ''Κιλκίς'', που πλησίασε τη σκάλα της Νικομήδειας.
Τα κανόνια των τούρκων καταστράφηκαν και σώπασαν από τα πυρά του Ελληνικού θωρηκτού. Δεκάδες οβίδες έπεσαν. Τα κορμιά των κεμαλικών κουρελιασμένα τινάζονταν στον αέρα.
    Οι Τούρκοι μη μπορώντας να αντιδράσουν οπισθοχώρησαν έξω από το βεληνεκές των κανονιών του ''Κιλκίς'', περίπου 1500 μέτρα από τις παρυφές της πόλης. Σύγκαιρα έφτασε και ένα σύνταγμα από την οπισθοφυλακή του Ελληνικού Στρατού, που πήγαινε για την Προύσα. Έκανε μια κυκλωτική κίνηση και συνέλαβε πολλούς Τούρκους αιχμαλώτους. Έτσι τελείωσε η μάχη της Νικομήδειας και οι Έλληνες γλύτωσαν την καταστροφή, που θα είχε άσχημο αντίκτυπο στο ηθικό του Στρατού.
    Μετά από δύο μέρες άρχισαν να καταφτάνουν πλοία για να παραλάβουν τον άμαχο πληθυσμό. Τα υπάρχοντα στον κόλπο Νικομήδειας πλοία, Ελληνικά και ξένα, αυτά που ήλθαν, ταξινομήθηκαν και οι χριστιανοί επιβιβάστηκαν με τάξη. Οι πρόσφυγες αποβιβάστηκαν σ' όποιο λιμάνι έπιανε καράβι που τους πήρε. Άλλοι στη Ραιδεστό, άλλοι στο Βόλο, άλλοι στη Θεσσαλονίκη, άλλοι στην Καλαμάτα.
    Το πιο λυπηρό που έσχιζε τον αέρα ήταν οι σπαρακτικές κραυγές των ζώων τους, που μαζί τους έζησαν όλοι αυτοί οι δυστυχείς άνθρωποι. Και που εγκαταλείφθηκαν εκεί... Ακόμη οι κραυγές τους θα σχίζουν τον αέρα σ' όλη τη γη, φωνάζοντας απελπισμένα, να σταματήσει το κακό, η ηλιθιότητα που λέγεται πόλεμος.
Έτσι ξεριζώθηκαν οι Καρασουλήδες Πόντιοι Έλληνες, έτσι αποχώρησαν ως πρόσφυγες.
Αυτοί που έφυγαν τελευταίοι είδαν από το καράβι την Νικομήδεια παρανάλωμα του πυρός.

No comments:

Post a Comment

4ο Αντάμωμα ΑΤΑΠΑΖΑΡ